Πέντε μήνες μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης, η Capital Economics επιχειρεί με σημερινή της έκθεση να «βαθμολογήσει» το μέχρι στιγμής έργο της. Από την ανάλυση του οίκου προκύπτει ότι η ελληνική κυβέρνηση παίρνει «καλούς βαθμούς» για τη μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων, του φόρου εισοδήματος, της φορολογικής επιβάρυνσης των ακινήτων και των κόκκινων δανείων καθώς και για την προσέλκυση νέων επενδύσεων.

Κάποια πρόοδο διαπιστώνει η Capital Economics στην επανεκκίνηση των αποκρατικοποιήσεων, τη μείωση του ΦΠΑ και τη βελτίωση της είσπραξης των φόρων, ενώ το μοναδικό σημείο στο οποίο οι αναλυτές θεωρούν ότι δεν έχει γίνει επαρκής πρόοδος είναι στη βελτίωση του δικαστικού συστήματος.

«Συνολικά, η νέα κυβέρνηση έχει κάνει μία υποσχόμενη αρχή, αλλά η προσπάθεια για να φτιαχτεί η ελληνική οικονομία θα είναι μαραθώνιος, όχι σπριντ», σημειώνουν οι αναλυτές.

Ειδικότερα, η Capital Economics αναφέρει ότι το σχέδιο της κυβέρνησης για τη βελτίωση της είσπραξης των φόρων αποτελεί ένα ενθαρρυντικό σημάδι, έστω και εάν δεν αναμένεται να συγκεντρώσει σημαντικά έσοδα. Επιπλέον, ο οίκος κάνει ειδική αναφορά στη συντονισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις, αίροντας όλα τα capital controls και εισάγοντας τον flat tax για τους εύπορους επενδυτές που θα φέρουν τη φορολογική τους έδρα στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, κάποια πρόοδος έχει γίνει στην επανεκκίνηση των αποκρατικοποιήσεων που είχαν καθυστερήσει, και οι οποίες αναμένεται να φέρουν ξένα κεφάλαια στην Ελλάδα, σημειώνει η ανάλυση.

Το σχέδιο «Ηρακλής» για τα κόκκινα δάνεια έχει τα χαρακτηριστικά μίας επιτυχημένης πολιτικής, αναφέρει η Capital Economics, εξηγώντας ότι το αντίστοιχο σχέδιο της Ιταλίας κατάφερε να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο μισό.

«Η πρόοδος σε άλλους τομείς έχει υπάρξει μεικτή. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση έχει κάνει μικρή πρόοδο στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που επηρεάζει το χρηματοοικονομικό κλάδο, κάτι που ιστορικά ήταν πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί», προσθέτει η ανάλυση. Όπως εξηγούν οι αναλυτές της Capital Economics, χωρίς αλλαγές στο νόμο που περιορίζει τις κατασχέσεις κατοικιών, οι τράπεζες θα είναι απρόθυμες να δώσουν νέα δάνεια, ακόμα και εάν τα NPLs μειωθούν.

«Πέρα από τις υποσχέσεις της κυβέρνησης, η οικονομία της Ελλάδα χρειάζεται μια σειρά από άλλες μεταρρυθμίσεις», αναφέρεται χαρακτηριστικά, με τους αναλυτές της Capital Economics να εξηγούν ότι η κυβέρνηση έχει κάνει βήματα για την αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, όμως δεν έχει αντιμετωπίσει προκλήσεις όπως η αναντιστοιχία των ικανοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και η χαμηλή παραγωγικότητα. Περιορισμένη χαρακτηρίζεται επίσης η πρόοδος σε τομείς όπως οι συντάξεις και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Και τέλος, η Capital Economics χαρακτηρίζει σαν μεγάλη μακροπρόθεσμη ανησυχία τη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, έστω και εάν αναγνωρίζει ότι βραχυπρόθεσμα, τα νούμερα είναι βιώσιμα. «Οι χαράσσοντες τις πολιτικές ήταν απρόθυμοι εδώ και χρόνια να προχωρήσουν στις μειώσεις στις συντάξεις και στους άλλους τομείς των δημοσίων δαπανών που χρειάζονται για να μπουν τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας σε ένα πιο βιώσιμο μονοπάτι. Δεν έχουμε ενδείξεις ακόμα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι διαφορετική», σημειώνεται.

Συνολικά, λοιπόν, η Capital Economics χαρακτηρίζει το πρώτο δείγμα γραφής της κυβέρνησης ως πολλά υποσχόμενο, αλλά τονίζει ότι μένουν να γίνουν ακόμα πολλά. «Εξακολουθούμε να περιμένουμε ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξάνεται μόνο κατά 1,5% ετησίως για τα επόμενα χρόνια. Ακόμα και εάν αναπτυχθεί κατά 2% ετησίως από το 2021 και μετά, θα περάσει τουλάχιστον μία δεκαετία ώστε η οικονομία να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα του ΑΕΠ», τονίζεται.