Μια άκρως ενδιαφέρουσα αποκάλυψη κάνουν σήμερα τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», για την... εξαφάνιση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μιας διάταξης νόμου, η οποία επέτρεπε να λαμβάνονται υπόψη σε υποθέσεις διαφθοράς στοιχεία από παρανόμως κτηθείσες συνομιλίες ή παρανόμως κτηθέντα έγραφα, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, καθώς και οπτικό υλικό. Η συγκεκριμένη αποκάλυψη αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα με αφορμή το γεγονός ότι στη Βουλή έχει ξεκινήσει η διαδικασία για τη διερεύνηση τυχόν παράνομων ενεργειών από τον ίδιο τον πρώην αναπληρωτή υπουργό ∆ικαιοσύνης ∆. Παπαγγελόπουλο, με το κατηγορητήριο μάλιστα να ζητά να διερευνηθούν ακόμα και ενδεχόμενες κακουργηματικές πράξεις.

Η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 65 του Ν. 4356/2015 είχε μείνει στην ιστορία ως «διάταξη Παπαγγελόπουλου», καθώς έφερε την υπογραφή του και για τη σύλληψη της ιδέας αλλά και για την εφαρμογή του νόμου ενώ είχε προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων, όταν είχε ψηφιστεί, τόσο από τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης όσο και από μεγάλη μερίδα του νομικού κόσμου της χώρας. Ο αναπληρωτής υπουργός ∆ικαιοσύνης, ο οποίος σήμερα πλέον έχει βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα για την υπόθεση Novartis, τότε υπερασπιζόταν με πάθος -και μάλιστα δημοσίως- τη συγκεκριμένη διάταξη, υπερθεματίζοντας ότι με την εφαρμογή της βγήκαν από το τέλμα μια σειρά από υποθέσεις διαφθοράς που χρόνιζαν.

Η συγκεκριμένη διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, αλλά και στην Εξεταστική για την Υγεία από τον ΣΥΡΙΖΑ (όπου, μάλιστα, στη διάρκεια των εργασιών της Βουλής, ακούστηκε παρανόμως αποκτηθέν υλικό διαλόγων εμπλεκομένων στην υπόθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ, που είχε ανεβάσει στο ∆ιαδίκτυο η ιστοσελίδα Koutipandoras του κ. Βαξεβάνη), έδινε τη δυνατότητα στους εισαγγελείς ∆ιαφθοράς και στον οικονομικό εισαγγελέα να λαμβάνουν υπόψη τους και στοιχεία, όπως παρανόμως αποκτηθείσες συνομιλίες, παρανόμως αποκτηθέντα έγγραφα, μαγνητοφωνήσεις και οπτικό υλικό, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποκάλυψη μεγάλων υποθέσεων διαφθοράς.

Το κρίσιμο στοιχείο ήταν ότι όποιος είχε στη διάθεσή του ένα τέτοιο υλικό δεν θα διωκόταν κακουργηματικά και έτσι θα άνοιγαν τα στόματα. Ήταν τέτοια δε η βιασύνη του κ. Παπαγγελόπουλου που η εν λόγω τροπολογία μπήκε «σφήνα» τον ∆εκέμβριο του 2015 στο νομοσχέδιο για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, με το επιχείρημα ότι θα κάλυπτε το νομοθετικό κενό στην έρευνα για την αξιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ.

Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ

Όπως αποκαλύπτουν σήμερα τα «Π», η συγκεκριμένη διάταξη καταργήθηκε με την ψήφιση επίσης από την προηγούμενη κυβέρνηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας, ο οποίος ετέθη σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου του 2019, μια πρωτοβουλία η οποία είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από όλα τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης με προεξάρχουσα τη Ν.∆., που τόνιζαν ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν νομιμοποιείται να προχωρήσει στην ψήφιση ενός τόσο σοβαρού νομοθετήματος όταν ήδη είχαν προαναγγελθεί οι εθνικές εκλογές από τον κ. Τσίπρα.

Ο κ. Παπαγγελόπουλος, ο οποίος συνηθίζει να αυτοπροσδιορίζεται με την παλιά του ιδιότητα, αυτή του εισαγγελέα, και μάλιστα επαιρόταν ότι έτσι τον αποκαλούσαν την περίοδο της παντοδυναμίας του δικαστικοί και εισαγγελείς (κυρίως δε αυτοί που αποτελούσαν «τη σχολή του», δηλαδή αυτοί που «ανέθρεψε» δικαστικά ο ίδιος), συνηθίζει στις ιδιωτικές του συζητήσεις να κάνει λόγο για την αλληλουχία των γεγονότων.

Ας δούμε, λοιπόν, την αλληλουχία των γεγονότων που εξαφάνισαν τη συγκεκριμένη διάταξη και ας προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε ποιος και γιατί επιχείρησε να ωφεληθεί από αυτή την ενέργεια, η οποία μάλιστα έγινε με κάθε διακριτικότητα για να μείνει αόρατη από τα μέσα ενημέρωσης. Μεταφερόμαστε στην 26η Μαΐου του 2019. Ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας υποστεί συντριβή στις ευρωεκλογές, ανακοινώνει επισήμως ότι αμέσως μετά τον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, που έγιναν στις 2 Ιουνίου του 2019, θα πήγαινε στον Πρόεδρο της ∆ημοκρατίας και θα ζητούσε πρόωρες εκλογές. Η χώρα είχε μπει και επισήμως σε προεκλογική περίοδο. Ωστόσο, και παρά τη σχετική ανακοίνωση, ο κ. Τσίπρας όχι μόνο δεν πήγε στον Πρόεδρο της ∆ημοκρατίας, αλλά έπαιξε... καθυστερήσεις, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από όλα τα κόμματα.

Όπως αποδείχθηκε τότε, στόχος αυτής της καθυστέρησης ήταν τα αντιθεσμικά και αντισυνταγματικά παιχνίδια με τη ∆ικαιοσύνη, που οδήγησαν στην ψήφιση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας από μια κυβέρνηση που είχε χάσει τη νομιμοποίηση μετά την εκλογική ήττα, και οι αποφάσεις για την αλλαγή των επικεφαλής στην ηγεσία του Αρείου Πάγου και στην Εισαγγελία του ανωτάτου δικαστηρίου, που τελικά πάγωσαν μετά την άρνηση του Προέδρου της ∆ημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, να υπογράψει την απόφαση του τότε Υπουργικού Συμβουλίου.

Κάπως έτσι, στο άρθρο 586 του νέου Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας, που έφερε την υπογραφή του υπουργού κ. Καλογήρου και του αναπληρωτή κ. Παπαγγελόπουλου και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ στις 14 Ιουνίου 2019, αποφασίστηκε η κατάργηση της διάταξης του άρθρου 65 του Ν. 4356/2015 σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης, υπό προϋποθέσεις, παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στα λεγόμενα «σκάνδαλα διαφθοράς». Υπενθυμίζεται ότι ήδη εκείνη την περίοδο είχαν αρχίσει να κορυφώνονται οι αποκαλύψεις για τον ρόλο του «Ρασπούτιν», καθώς ήδη από τον Οκτώβριο του 2018 η κυρία Ράικου είχε κάνει αναφορές σχετικά με τον «Ρασπούτιν», όπως εξάλλου και ο κ. Αγγελής με δύο αναφορές τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2019, ενώ σε συνέντευξή του ο πρώην πρωθυπουργός κ. Α. Σαμαράς στις 22 Ιουνίου στα «Π» είχε κατονομάσει τον κ. Παπαγγελόπουλο ως τον «Ρασπούτιν» για πρώτη φορά.

ΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ

Εδώ αξίζει να σημειωθεί μια μικρή αλλά ουσιαστική διαφοροποίηση που... ξέμεινε στον νέο Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας, που έφερε άρον-άρον ο ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί η επίμαχη διάταξη να καταργήθηκε με τον νέο Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας (άρθρο 586), σύμφωνα όμως με το επόμενο άρθρο 587 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νέου κώδικα υποθέσεις, στην εξέταση των οποίων έχουν ήδη ενταχθεί στοιχεία με βάση τα σχετικά αποδεικτικά μέσα. ∆ηλαδή, στη λίστα Λαγκάρντ και στην Εξεταστική για την Υγεία. Σε απλά ελληνικά, η προηγούμενη κυβέρνηση και η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου ∆ικαιοσύνης αφαίρεσαν αυτή τη δυνατότητα από τη ∆ικαιοσύνη, φρόντισαν όμως να διασφαλίσουν τις υποθέσεις που έγινε χρήση αυτών των παρανόμως αποδεικτικών μέσων επί δικής τους διακυβέρνησης. Γιατί όμως ο κ. Τσίπρας και ο κ. Παπαγγελόπουλος έδειξαν τέτοια σπουδή για να αφαιρεθεί αυτή η διάταξη;

Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε αυτά που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αφορούν όχι μόνο τις καταγγελίες Ράικου, Τσατάνη και Αγγελή, που ευθέως μιλούσαν για παρεμβάσεις σε συγκεκριμένες δικαστικές υποθέσεις. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία Ράικου, η οποία περιέγραφε το δόγμα «Ρασπούτιν» που περικλείεται στην αποδιδόμενη στον κ. Παπαγγελόπουλο φράση: «Ασκήστε τη δίωξη και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν».

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, όπως είχαν αποκαλύψει τα «Π» σε ανύποπτο χρόνο και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2019 στη στήλη «Πολιτικός Καφές» στο ένθετο «Secret», κομβικός είναι ο ρόλος ενός βίντεο, στο οποίο φέρεται να πρωταγωνιστούν ένας υπουργός και ένας επιχειρηματίας που δια-τηρούσε μέχρι πρότινος σχέσεις με το Μέγαρο Μαξίμου. Όπως ανέφερε το ρεπορτάζ, το στιγμιότυπο έχει «τραβηχτεί» στην οικία του επιχειρηματία, ο οποίος φαίνεται να δίνει στον υπουργό της τότε κυβέρνησης μια τσάντα, χάρτινη και σκληρή, που «περιέχει κάτι (πολλά) μωβ χαρτάκια».

Υπενθυμίζεται επίσης ότι αίσθηση είχε προ-καλέσει και η αποκάλυψη ότι υπάρχει οπτικό υλικό και ηχογραφήσεις, που δείχνουν ότι επί ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε μια συντονισμένη ομάδα με τη συμμετοχή δικηγόρων, εισαγγελέων, εκδοτών και δημοσιογράφων, ενώ ένα πρόσωπο που ταλαιπωρήθηκε από τη συγκεκριμένη ομάδα εμφανίζεται διατεθειμένο να καταθέσει με ονόματα και διευθύνσεις στοιχεία που θα προκαλέσουν πολιτικό σεισμό. Πρόκειται για ντοκουμέντα που, εάν ίσχυε η προηγούμενη διάταξη του «νόμου Παπαγγελόπουλου», θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία μιας δικογραφίας.
Η σιωπή και ο βολικός (επί ΣΥΡΙΖΑ) νόμος

Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ διάταξη, του άρθρου 65, θα μπορούσε να εφαρμοστεί προκειμένου να προσκομιστούν τυχόν στοιχεία που θα βοηθούσαν και για τη διερεύνηση της κακουργηματικής κατηγορίας για ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας, για την οποία η Βουλή διεξάγει πλέον έρευνες σε βάρος του ιδίου του κ. Παπαγγελόπουλου.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να μπορούσαμε να έχουμε μια σαφή απάντηση στο γιατί ο κ. Παπαγγελόπουλος σιώπησε όταν καταργήθηκε ο νόμος που έφερε την υπογραφή του και για τον οποίο μάλιστα είχε δώσει μεγάλες μάχες. Υπενθυμίζεται ότι τα τότε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ πανηγύριζαν για τη συγκεκριμένη διάταξη όταν ψηφιζόταν, συνδέοντάς την με την αξιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ περί φοροδιαφυγής και ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Έγραφαν χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα της εποχής:

«Τη νέα λίστα, με χιλιάδες διεθνείς συναλλαγές, παρέλαβε ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, κ. Μιχάλης Καλογήρου, σε συνάντηση που είχε την περασμένη εβδομάδα, στο εξωτερικό, με τον πρώην υπάλληλο της HSBC, Ε. Φαλτσιάνι»... «Πληροφορίες αναφέρουν πως το ενισχυμένο οπλοστάσιο γίνεται πιο ισχυρό μετά την ψήφιση της χθεσινής τροπολογίας, με την οποία ουσιαστικά νομιμοποιούνται όλες οι λίστες, ανεξαρτήτως αν είναι παράνομα αποδεικτικά μέσα».

Τότε μάλιστα ο κ. Παπαγγελόπουλος υπερασπιζόταν με πάθος τη συγκεκριμένη διάταξη. Θυμίζουμε και πάλι από δημοσιεύματα της εποχής: «Με μια σκληρή δήλωση μόλις 71 λέξεων, ο αναπληρωτής υπουργός ∆ικαιοσύνης ∆ημήτρης Παπαγγελόπουλος απευθύνει αμείλικτα ερωτήματα και αφήνει εμμέσως υπαινιγμούς για τη στάση του προέδρου και του γενικού γραμματέα της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος. Αφορμή για τη δήλωση του κ. Παπαγγελόπουλου αποτέλεσε η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων, με την οποία εκφράζεται η αντίθεση των εισαγγελέων για τροπολογία -η οποία εντάχθηκε στο σχέδιο νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης- και η οποία επιτρέπει την αποδεικτική αξιοποίηση υλικού ακόμη και εάν έχει ληφθεί με παράνομο τρόπο».

Τον Ιανουάριο του 2016, με αφορμή την υπογραφή συμφώνου με το κρατίδιο της Ρηνανίας-Βεστφαλίας για την ανταλλαγή στοιχείων και πληροφοριών, αναφορικά με τη νέα νομοθετική ρύθμιση (Νόμος 4356/2015) που επιτρέπει τη χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων (λίστες φοροφυγάδων κ.λπ.), ο ∆. Παπαγγελόπουλος τόνιζε ότι «η διάταξη αυτή καταπολεμήθηκε σφοδρά και οι αντιδράσεις ήταν υποκριτικές και δόλιες και θα ξεπεραστούν».

Μάλιστα, ο αναπληρωτής υπουργός αναφέρθηκε στην τροπολογία του με την οποία η ∆ικαιοσύνη μπορεί να αξιοποιεί και μη νομίμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα. «Προσφάτως με αποκάλεσαν και λαϊκιστή γι’ αυτή την τροπολογία», είπε, και απάντησε στους επικριτές του: «∆εν με πειράζει, γιατί λαϊκιστής είναι να είσαι αρεστός στον λαό. Αυτό που θέλω εγώ είναι να είμαι χρήσιμος στον λαό κι όχι χρήσιμος στις οικονομικές ελίτ».

Να σημειωθεί ότι για το ίδιο θέμα είχε εκδώσει ανακοίνωση και η Ενωση ∆ικαστών και Εισαγγελέων, η οποία στήριζε τη συγκεκριμένη διάταξη του κυρίου Παπαγγελόπουλου, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Η Ενωση ∆ικαστών και Εισαγγελέων ανέκαθεν αγωνιζόταν προς την κατεύθυνση της ανάληψης τέτοιων νομοθετικών πρωτοβουλιών, που δεν θα εξυπηρετούν τη συγκάλυψη της δια-φθοράς, αλλά θα διευκολύνουν το έργο των δικαστικών Αρχών». Τη συγκεκριμένη ανακοίνωση μάλιστα υπέγραφε και η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου.

Η συγκεκριμένη διάταξη Παπαγγελόπουλου, η οποία «εξαφανίστηκε» λίγο πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, είχε χρησιμοποιηθεί και στην Εξεταστική για την Υγεία. Η ιστοσελίδα Koutipandoras του κ. Βαξεβάνη είχε αναρτήσει μια παρανόμως αποκτηθείσα συνομιλία, την οποία προσκόμισε στην Επιτροπή ο τότε υπουργός κ. Πολάκης. Με αστραπιαίες κινήσεις τόσο η Εισαγγελία Πρωτοδικών όσο και η Εισαγγελία ∆ιαφθοράς πάτησαν στη διάταξη του άρθρου 65 του Ν. 4356/2015, δηλαδή του «νόμου Παπαγγελόπουλου» και έκαναν δεκτό το παρανόμως αποκτηθέν υλικό, το οποίο μάλιστα ακούστηκε στην επιτροπή της Βουλής και οδήγησε και σε διώξεις. ∆ιαβάζοντας τα σχετικά πρακτικά της Βουλής, μπορεί κανείς να βγάλει εύκολα τα συμπεράσματά του.

Σε ερώτημα του Μεικτού Κλιμακίου Ελέγχου (ΜΚΕ) με το υπ’ αριθμ. Φ2/2016/ΣΟΕΕ/ΕΜΠ/499/6.10.2017 έγγραφό του, ζήτησε από την Εισαγγελία Εγκλημάτων ∆ιαφθοράς κατευθυντήριες οδηγίες.

Στην απάντησή της η Εισαγγελία Εγκλημάτων ∆ιαφθοράς με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 2866/31.10.2017 ΕΠΕΙΓΟΝ-ΕΜΠΙΣΤΕΥ-ΤΙΚΟ έγγραφο προς το Μεικτό Κλιμάκιο Ελέγχου, ενημέρωσε μεταξύ των άλλων ότι:

«...Επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 1 ν. 2015 (ΦΕΚ Α› 181/24.12.2015), “Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων ∆ιαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 17Α παρ. 8 εδάφιο α του ν. 2523/1997 και του άρθρου 2 παρ. 5 εδάφιο α του ν. 4022/2011”, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 α ν. 4022/2011, “Ο ανακριτής και ο Εισαγγελέας Εγκλημάτων ∆ιαφθοράς έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, καθώς και σε κάθε μορφής 515 αρχείο ∆ημόσιας Αρχής ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”».

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ