«Η Δίκαιη Δίκη, κατοχυρωμένη πολλαπλώς από το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές Δίκαιο, αποτελεί κορωνίδα του νομικού μας πολιτισμού», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος κατά τον χαιρετισμό του, στο 17ο Συνέδριο της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, που πραγματοποιείται στο Costa Navarino της Μεσσηνίας.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε ειδική αναφορά στις εγγυήσεις θεσμικής και δικονομικής οργάνωσης της δίκης, οι οποίες πρέπει, με βάση τις διατάξεις της εθνικής αλλά και της διεθνούς έννομης τάξης, να διασφαλίζουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, την δίκαιη δίκη, όπως αυτή νοείται στο σύγχρονο δημοκρατικό Κράτους Δικαίου.

Όπως εξήγησε, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί την κατοχύρωση και ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και πρόσθεσε ότι στο πλαίσιο αυτό το ελληνικό Σύνταγμα, με τις διατάξεις του άρθρου 87, καθιερώνει, εμφατικώς, την αρχή της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, υπό την έννοια της θέσπισης εγγυήσεων για την υπηρεσιακή τους κατάσταση (άρθρα 88-92), την ισοβιότητα (άρθρο 88 παρ. 1) και την υπηρεσιακή τους εξέλιξη (άρθρο 90), ώστε να μην υπόκεινται σ΄ εξαρτήσεις ή επεμβάσεις από την Νομοθετική, την Εκτελεστική αλλά και την ίδια τη Δικαστική Εξουσία, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Χαρακτήρισε, επίσης, ιδιαίτερα σημαντικές για την πλήρη κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος, από την οποίαν συνάγεται το χρέος του δικαστή να δικάζει κατ΄ ουσίαν υποκείμενος μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους -άρα, όντας ανεξάρτητος- αλλά και τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, περί υποχρεωτικής καταχώρησης της μειοψηφίας.

Αναφερόμενος στην ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων, όπως έχει κρίνει συναφώς το ΔΕΕ, τόνισε ότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε Δίκαιη Δίκη. «Δικαίωμα, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων, τα οποία ασκούν οι πολίτες βάσει του ευρωπαϊκού Δικαίου και για την προάσπιση των κοινών αρχών των κρατών-μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ, ιδίως δε της αρχής του Κράτους Δικαίου» προσέθεσε.

Παράλληλα, επισήμανε ότι η έννοια της πραγματικής ή ουσιαστικής δικαστικής προστασίας, όπως έχει κρίνει τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όσο και το ΔΕΕ, συνεπάγονται την θέσπιση εγγυήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και, συνακόλουθα, την θέσπιση κανόνων, ιδίως όσον αφορά την σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, την διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.

Ωστόσο, διευκρίνισε, ότι η εννοιολογική κατοχύρωση της Δίκαιης Δίκης δεν ολοκληρώνεται, όπως έχει παγίως κρίνει το ΕΔΔΑ, όταν η διάρκεια της δικαστικής εκκρεμοδικίας ξεπερνά τα εύλογα, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικά όρια και, γενικώς, όταν η απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι αρκούντως ταχεία. Γεγονός που, σε πολλές περιπτώσεις, καταλήγει σε αρνησιδικία.

Κλείνοντας τον χαιρετισμό του, αναφέρθηκε στον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, τον ευπατρίδη πολιτικό και εμπνευσμένο νομοθέτη, υπουργό Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Βενιζέλου μεταξύ 1910-1912. Όπως είπε: «Έχω αυτονόητο χρέος, και υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, να σταθώ, για μιαν ακόμη φορά, στις βασικές θεσμικές και πολιτικές παρακαταθήκες που μας έχει αφήσει ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος».

Υπενθυμίζοντας τη συμβολή του, επισήμανε πρώτον, την παρακαταθήκη του πλήρους σεβασμού της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, καθώς με νόμο του Νικολάου Δημητρακοπούλου θεσμοθετήθηκε, για πρώτη φορά, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, του οποίου η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα επικεντρώνονταν στην προστασία των Δικαστικών Λειτουργών από έξωθεν παρεμβάσεις, κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου, κυρίως δε στην αξιοκρατική αντιμετώπισή τους κατά την διαδρομή του cursus honorum, που καθορίζει την πορεία της σταδιοδρομίας τους ως την κορυφή της Δικαιοσύνης.

Και, δεύτερον, την παρακαταθήκη της ανάγκης έγκαιρης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο της, λόγω βραδύτητας, αρνησιδικίας. «Φαινόμενο, το οποίο δυναμιτίζει, διαβρωτικώς, την εμπιστοσύνη του διαδίκου στην αποστολή των δικαστικών κειτουργών, άρα την εμπιστοσύνη του προς το Κράτος Δικαίου και την Αρχή της Νομιμότητας» τόνισε.

Τέλος, υπογράμμισε τη συνεισφορά της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, όχι μόνον ως προς την πρόοδο της Νομικής Επιστήμης στην χώρα μας αλλά και για τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει, σε όλα τα χρόνια λειτουργίας της, με στόχο την ανάδειξη κρίσιμων δυσλειτουργιών του δικαστικού μας συστήματος, καθώς και την υποβολή επεξεργασμένων προτάσεων για την εύρυθμη λειτουργία και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.