Η υπόθεση της παράνομης ηχογράφησης από τον Παύλο Πολάκη της συνομιλίας του με τον Γιάννη Στουρνάρα, διοικητή της ΤτΕ, είχε προκαλέσει σάλο τον περασμένο Φεβρουάριο. Ο πρώην υπουργός, με απροκάλυπτο τρόπο κατέγραψε τη συνομιλία παραβιάζοντας τους νόμους.

Ο Γιάννης Στουρνάρας ημέρες μετά πήγε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών, Χαράλαμπο Μαστραντωνάκη και κατέθεσε στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης που είχε ξεκινήσει και αφορούσε την καταγραφή της συνομιλίας και τις «προτροπές» του Πολάκη στον Διοικητή να ελέγξει κι άλλα δάνεια.

Τότε ο κ. Στουρνάρας, κατέθετε επί δύο και πλέον ώρες ενώπιον του εισαγγελέα Χαράλαμπου Μαστραντωνάκη. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο αναπληρωτης υπουργός Υγείας κατέγραψε τη συνομιλία τους, από τα εξής, όπως φέρεται να είπε, αντικειμενικά περιστατικά. «Να ξέρεις σε καταγράφω», φέρεται να είπε ο Παύλος Πολάκης στον Γιάννη Στουρνάρα, σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε.

O κ. Πολάκης, σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ, είπε ότι αυτός έδωσε τη συνομιλία τους σε ηλεκτρονική ιστοσελίδα.

Ο κ. Στουρνάρας, ενώπιον του εισαγγελέα, σημείωσε ότι η καταγραφή της συνομιλίας δεν έγινε με δική του συναίνεση.

Η άρση της ασυλίας του κ. Πολάκη ουσιαστικά δίνει τη δυνατότητα να ερευνηθεί αν ο πρώην υπουργός έχει τελέσει αδίκημα κι αν θα πρέπει να τιμωρηθεί για αυτό.

Ποινικές ευθύνες
«Δεν ηχογραφώ κανέναν εγώ, ό,τι έχω να πω το λέω καθαρά και ξάστερα και μπροστά» είπε λίγες ημέρες αργότερα από το βήμα της Βουλής ο Παύλος Πολάκης, κι αφού νομικοί έκαναν λόγο για κακούργημα . Σύμφωνα λοιπόν με δικαστές, εφόσον η εισαγγελική έρευνα δείξει ότι ο αναπληρωτής υπουργός κατέγραψε τον συνομιλητή του, αποτύπωσε την συνομιλία εγγράφως και την διοχέτευσε στον Τύπο, η ποινή του μπορεί να είναι έως και δέκα χρόνια κάθειρξη.

Συγκεκριμένα, δικαστές έλεγαν ότι η μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση (παγίδευση) συνομιλίας ακόμη και μέσω κινητού τηλεφώνου, χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή, αποτελεί κακουργηματική πράξη και τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη.

Δηλαδή, όποιος «αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών».

Παράλληλα, με την ίδια ποινή τιμωρείται η μαγνητοφώνηση ή η βιντεοσκόπηση όταν «ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα (μαγνητόφωνο, κάμερα, κινητό τηλέφωνο κ.λπ.) το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου».

Ακόμη, σε περίπτωση που η παράνομη μαγνητοφώνηση συνομιλίας αποτυπωθεί σε χαρτί, εάν δηλαδή γίνει απομαγνητοφώνηση της συνομιλίας, τότε αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του κύριου αδικήματος που είναι η παράνομη μαγνητοφώνηση χωρίς τη συναίνεση του συνομιλούντος.

Με άλλα λόγια, κανένας δεν είχε δικαίωμα να δημοσιοποιήσει υποκλαπείσα συνομιλία, χωρίς την ρητή συναίνεση του συνομιλητή του και εάν αυτό γίνει αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, που επαυξάνει την αρχική ποινή της παράνομης υποκλοπής τηλεφωνικής συνομιλίας.

Όπως είχαν αναφέρει τότε στο protothema δικαστές, δεν είναι παράνομη, και επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, η μαγνητοφώνηση και μαγνητοσκόπηση, όπως και η χρήση του περιεχομένου τους, όταν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που αφορούν «την πρόληψη τελέσεως εγκλημάτων, την προστασία εννόμου συμφέροντος το οποίο είναι υπέρτερο της προστασίας της ελεύθερης επικοινωνίας και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπως της τιμής και της ελευθερίας».

Προσέθεταν επίσης, ότι από το Σύνταγμα προστατεύεται η ιδιωτικότητα όπου ατόμου. Στην έννοια της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνεται και το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δύο ή και περισσότερων ατόμων όταν τα άτομα δεν επιθυμούν τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της επικοινωνίας τους.

Και συνέχισαν ότι «σύμφωνα με το Σύνταγμα την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την ποινική νομοθεσία (Ποινικό Κώδικα, κ.λπ.), η ελεύθερη επικοινωνία του ατόμου και η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του αποτελούν προστατευόμενα αγαθά».

Η νομολογία του Αρείου Πάγου
Παράλληλα, οι δικαστές επικαλέστηκαν τελεσίδικες αποφάσεις του Αρείου Πάγου για το θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών, από το «διά ταύτα» των οποίων άντλησαν τα νομικά επιχειρήματά τους, σε συνδυασμό με ερμηνεία της ποινικής νομοθεσίας. Προσέθεταν, μάλιστα, ότι είναι πλούσια η νομολογία του Αρείου Πάγου πάνω στο επίμαχο θέμα.

Μία εξ αυτών των αρεοπαγιτικών αποφάσεων είναι η υπ΄ αριθμ. 277/2014 η οποία, μεταξύ των άλλων, αναφέρει: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων εξαναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με απειλή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου».

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ.

Από τη διάταξη δε του άρθρου 370 Α παρ. 2 Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι «όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών.

Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγουμένου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώνει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου».

Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα αρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9 Α’ και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου.

Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις.

Ποινικός Κώδικας
Το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα που αναφέρεται στην παράβαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας, αναφέρει:

1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.3. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου.