Σε δύο διαφορετικές δεξαμενές ψηφοφόρων θα αναζητήσει η Νέα Δημοκρατία την αύξηση των ποσοστών της μετά τη μεγάλη εκλογική νίκη της στις ευρωεκλογές. Η μία στην οποία στοχεύει η Πειραιώς περιέχει δεξιούς και κεντρώους ψηφοφόρους από τα κόμματα που κινούνταν στον συγκεκριμένο ευρύτερο ιδεολογικό χώρο και τα οποία υπέστησαν κυριολεκτικώς συντριβή στις ευρωεκλογές. Η δεύτερη δεξαμενή περιέχει όσους δεν θα προτιμήσουν στις εθνικές εκλογές την αποχή, όπως συνέβη στο παρελθόν, αν λάβουμε μάλιστα υπ’ όψιν ότι, εξαιτίας της ανάδειξης από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα των ευρωεκλογών ως λαϊκής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβερνητική πολιτική, οι προσελθόντες να ψηφίσουν ήταν κατά αρκετές χιλιάδες περισσότεροι από τη συμμετοχή των ψηφοφόρων του 2015.

Ειδικότερα ως προς την πρώτη δεξαμενή, επτά κόμματα που κινούνται στον δεξιό και κεντρώο χώρο συνεθλίβησαν στις εκλογές της 26ης Μαΐου. Η συντριβή τους ήταν τέτοιας τάξης που οι αρχηγοί τριών κομμάτων εξ αυτών αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την κούρσα των εκλογών ή ακόμη και την πολιτική, ενώ ενός τέταρτου κόμματος η τύχη καταγράφει εξαΰλωση, διότι κυριολεκτικώς διαλύθηκε. Αυτό το κόμμα είναι η Ενωση Κεντρώων του κ. Λεβέντη, ο οποίος πλέον απλώς κατηγορεί τα πρώην στελέχη του κόμματός του. Τα άλλα τρία κόμματα των οποίων οι αρχηγοί εγκαταλείπουν τον πολιτικό στίβο -προσώρας τουλάχιστον, διότι η πολιτική είναι... σαράκι- είναι το Ποτάμι, ο ΛΑ.Ο.Σ και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες.

Αυτά τα τρία κόμματα συγκέντρωσαν συνολικά 282.732 ψήφους. Αν συνυπολογίσουμε τα δεξιόστροφα άλλα κόμματα, που και αυτά απέτυχαν παταγωδώς, όπως η Νέα Δεξιά του Φαήλου Κρανιδιώτη, η Νέα Ελληνική Ορμή της Κατερίνας Παπακώστα και η Δημιουργία Ξανά του κ. Τζήμερου, το σύνολο των ψήφων στις οποίες μπορεί να στοχεύσει η Ν.Δ. ανέρχεται σε 377.843.

Βεβαίως, όσον αφορά στα αμιγώς δεξιά κόμματα μπορεί να αντιλέξει κανείς ότι σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων των κομμάτων αυτών, που απέτυχαν στις ευρωεκλογές παταγωδώς και γι’ αυτόν τον λόγο είδαν ότι δεν έχουν ελπίδες στο εκλογικό σώμα και αποσύρθηκαν, μπορεί να απορροφηθεί από την «έκπληξη» των ευρωεκλογών, την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου.

Ομως δεν πρέπει να παραγνωρίζονται δύο ακόμη παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της Ν.Δ. Ο πρώτος παράγοντας είναι η ψυχολογία της χαμένης ψήφου. Αν στις ευρωεκλογές είδαμε να καταποντίζονται τα μικρά κόμματα που είχαν ρόλο στην πολιτική σκηνή την τελευταία πενταετία, αυτό συνέβη επειδή στις συγκεκριμένες εκλογές, που έπρεπε να σταλεί μήνυμα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι αν πήγαινε η ψήφος της ελληνικής κοινωνίας χαμένη, με τη διασπορά της από δω και από κει, δεν θα εστέλετο βροντώδες μήνυμα αποδοκιμασίας στον κ. Τσίπρα. Αυτή η αντίληψη περί «χαμένης ψήφου», ειδικώς όταν μιλάμε για μία νέα Βουλή και μία νέα διακυβέρνηση, μπορεί να παίξει ρόλο στο πού θα κατευθυνθούν οι ψήφοι των αποδεκατισμένων κομμάτων. Και πέραν αυτών, η ανάγκη για μία διαφορετική προοπτική λαμβάνεται υπ’ όψιν όχι μόνον από αυτούς που εγκατέλειψαν τα μικρά κόμματα που είχαν ψηφίσει, αλλά και από αυτούς που τα ψήφισαν στις ευρωεκλογές αλλά δεν θα έχουν ψηφοδέλτιά τους στις επόμενες.

Στην προοπτική αυτή υπολογίζονται ακόμη και ζητήματα που ταλαιπώρησαν μεν την κοινωνία αλλά τα έχει χωνέψει, όπως, λ.χ., τα capital controls, τα οποία λόγω της εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ν.Δ. θα έχουν καταργηθεί μέχρι το τέλος του έτους. Ενώ, από την άλλη, η ελληνική κοινωνία καταλαβαίνει το νόημα της αντίδρασης των αγορών μετά τη νίκη της Ν.Δ., όταν το Χρηματιστήριο εκτοξεύθηκε και το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε σε ιστορικό χαμηλό.

Περιστασιακός ρόλος

Το συμπέρασμα είναι ότι τα μικρά κόμματα στη χώρα μας αποδείχθηκε ότι διαδραμάτισαν απλώς έναν περιστασιακό ρόλο και αυτό εξαιτίας της κρίσης και των Μνημονίων. Ειδικά στις γενικές εκλογές που έρχονται, ο κόσμος έχει βάλει ως εκλογικό στόχο να φύγει, με κάθε θυσία, η παρούσα κυβέρνηση από την εξουσία. Ο δεύτερος -απρόβλεπτος- παράγοντας προέκυψε από την απόφαση της κ. Φ. Γεννηματά να εξοβελίσει, με τον τρόπο της, τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο από το ΚΙΝ.ΑΛ. Αυτή η απόφαση, η οποία προκάλεσε ακόμη και παραιτήσεις υποψηφίων του Κινήματος Αλλαγής στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών, αλλά και μία καυστική παρατήρηση για την εξέλιξη αυτή από τον επανεκλεγέντα πρώτο ευρωβουλευτή του ΚΙΝ.ΑΛ. κ. Ανδρουλάκη, έχει τον δικό της αντίκτυπο υπέρ της Ν.Δ.

Ο κ. Βενιζέλος έχει ακροατήριο κυρίως στο λεγόμενο «σημιτικό ΠΑΣΟΚ», στο οποίο είχε βασιστεί παλαιότερα και το Ποτάμι. Δεδομένου ότι οι «σημιτικοί» θέλουν να φύγει οπωσδήποτε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη διακυβέρνηση και από την άλλη πλευρά δεν έχουν κακές σχέσεις με τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη (άλλωστε ο κ. Βενιζέλος υπήρξε κυβερνητικός συνεταίρος του Αντώνη Σαμαρά), περισσότερο από βέβαιο είναι ότι και οι υπόλοιποι ψηφοφόροι του Ποταμιού θα κατευθυνθούν προς τη Ν.Δ. Ηδη στις ευρωεκλογές είχε απορροφήσει το 1/3 των ψηφοφόρων του. Μιλάμε επομένως για ένα επιπλέον ποσοστό προς την κεντροδεξιά παράταξη κατά μία ποσοστιαία μονάδα (σε σχέση με το ποσοστό που πήρε στις ευρωεκλογές και που κατά τους δημοσκόπους δεν είναι αναστρέψιμο).

Οι απογοητευμένοι και η προέλευση

Τα ποσοστά της αποχής είναι η δεύτερη δεξαµενή από την οποία µπορεί να αντλήσει ψηφοφόρους η Νέα ∆ηµοκρατία.

Πιο συγκεκριµένα, η αποχή είναι ένα φαινόµενο που θα θίξει το κυβερνών κόµµα κατά κύριο λόγο, δεδοµένου ότι αν εξαιρέσουµε το Κοµµουνιστικό Κόµµα, η αποχή θα προέρχεται από τους απογοητευµένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και όχι από τους ψηφοφόρους της Κεντροδεξιάς, οι οπαδοί της οποίας είναι φυσικό να έχουν µία µεγάλη προσέλευση. Πολύ περισσότερο, µάλιστα, όταν επιθυµούν να καταγάγει το κόµµα τους µία εκλογική νίκη, αλλά, κυρίως, να φύγει από τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας.

Πράγµατι, η πολύ χαµηλή συσπείρωση που επέτυχε στις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει την απροθυµία των ούτως ή άλλως περιστασιακών -και άρα µη αριστερόστροφων- ψηφοφόρων του να τον ξαναψηφίσουν. Εποµένως, η µεγάλη οµάδα των δυσαρεστηµένων του κυβερνώντος κόµµατος θα προτιµήσει να απόσχει, στην περίπτωση που δεν θα ήθελε να κατευθυνθεί σε άλλο κόµµα. Αυτό το είδαµε στον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Μολονότι υπήρξε γενικώς µεγάλη αποχή, εν τούτοις όσοι ήταν ψηφοφόροι της Ν.∆. δεν προσήλθαν να ψηφίσουν επειδή θεωρούσαν ως βέβαιο ότι θα εκλεγούν οι «γαλάζιοι» υποψήφιοι, όπως λ.χ. συνέβη στον δήµο της Αθήνας και στην Περιφέρεια Αττικής. Οι παλαιοί ψηφοφόροι όµως του ΣΥΡΙΖΑ απέσχον γιατί, απλώς, δεν ήθελαν να ψηφίσουν τους υποψηφίους της Κουµουνδούρου. Συµπερασµατικά, όσοι εκ των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Ν.∆., για ποικίλους λόγους, είχαν αποφασίσει να απόσχουν στις προηγούµενες εκλογές, µε τη στάση τους αυτή είχαν συµβάλει στους λόγους ήττας της Ν.∆. Αυτοί οι ψηφοφόροι επανέρχονται.

Ηδη στις ευρωεκλογές, που δεν κρινόταν η παραµονή της κυβέρνησης στην εξουσία, παρατηρήθηκε µία αύξηση όσων προσήλθαν στις κάλπες κατά 358.500 ψηφοφόρους, σε σχέση µε όσους είχαν προσέλθει να ψηφίσουν στις γενικές εκλογές του 2015. Με άλλα λόγια, έσπευσαν να ψηφίσουν θέλοντας να στείλουν συγκεκριµένο µήνυµα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, στις εκλογές της 7ης Ιουλίου που είναι ακόµη πιο κρίσιµες γιατί κρίνεται η διακυβέρνηση της χώρας, αναµένεται η προσέλευση να είναι ακόµη µεγαλύτερη και να ευνοηθεί από αυτήν το σηµερινό κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Αντιθέτως, η όποια αποχή θα προέρχεται από αυτούς που στο παρελθόν είχαν ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Οπως, δηλαδή, συνέβη και στον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών...

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 8/6/2019