Σπάνια τοποθετείται δημόσια, κι όταν το κάνει δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, έστω και αν τοποθετείται σε ζητήματα επικαιρότητας προσεκτικά και διά της πλαγίας. Ο λόγος για τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη που χθες το βράδυ ήταν ομιλητής στην εκδήλωση μνήμης για τον Γιάννη Κεφαλογιάννη, παρουσία του Προέδρου της  Δημοκρατίας, του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, τριών πρώην πρωθυπουργών (Καραμανλή, Σαμαρά, Πικραμμένου), της προέδρου του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά και δεκάδων βουλευτών.  

Ξεκίνησε με μια μαντινάδα: «Καλή παρέα και ψυχή ο  άνδρας πρέπει να 'χει, να ξεπερνά λεβέντικα ό,τι και να του λάχει». 

Συνέχισε λέγοντας πως αν ζούσε ο Κεφαλογιάννης θα του έλεγε να πάνε στα καφενεία να κουβεντιάσουν με τον κόσμο και να αφήσουν τα Facebook, τα Twitter, τις selfie και γενικώς τα social media. «Πολύτιμη η τεχνολογία, όμως μας αποξενώνει σιγά-σιγά από τον κόσμο».

Όσο ανέπτυσσε τον λόγο του για τον Γιάννη Κεφαλογιάννη τόσο περισσότερο χαμογελούσε, προκαλώντας στους… υποψιασμένους ανησυχία για το τι άλλο θα μπορούσε να πει. Και είχε να πει. «Η Νέα Δημοκρατία είχε πάντα κοινωνική ευαισθησία και το απεδείκνυε κάθε φορά.

Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης ήταν ο "κύριος 166"» ανέφερε, ενθυμούμενος τη θητεία του Ρεθυμνιώτη πολιτικού στο υπουργείο Υγείας. «Έπαιζε μπριτζ, ένα παιχνίδι που  θέλει μυαλό, σκέψη και συνεργασία». 

«Ήταν πολιτικός της συνεννόησης, ιδίως στα εθνικά θέματα πίστευε πάντοτε ότι απαιτείται εθνική συνεννόηση». 

«Υπηρέτησε με ζήλο τη Νέα Δημοκρατία με όλους τους προέδρους. Τη Νέα Δημοκρατία, την παράταξη της λαϊκής, πατριωτικής, φιλελεύθερης, χριστιανοδημοκρατικής δεξιάς… Πικράθηκε πολύ αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε τη ΝΔ και τις αρχές της». 

«Ταυτότητα της ΝΔ είναι ο ριζοσπαστικός κοινωνικός φιλελευθερισμός με στόχο τον άνθρωπο». Μόλις ολοκλήρωσε, το ακροατήριο ξέσπασε σε θερμά χειροκροτήματα.  Κι όταν κατέβηκε και κάθισε μεταξύ Καραμανλή και Μητσοτάκη, ο μεν πρώτος δεν απέφυγε τον μορφασμό της αποδοχής ενώ ο δεύτερος τον χαιρέτησε κιόλας. 

Πέραν των αιχμών, ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ υπόμνησε προς όλους α) την ονομασία του «ιερού ναού», β) τον σαφή «θρησκευτικό» προσανατολισμό του και γ) την καθοριστική του συνεισφορά στο πέρασμα των ετών.