Εάν ο επιμελητής της φετινής 58ης Μπιενάλε Εικαστικών της Βενετίας, Ραλφ Ρούγκοφ, θέλησε να προσδώσει και ένα πολιτικό μήνυμα στον τίτλο της «Μπορεί να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς», ένα από τα εκθέματα που παρουσιάζονται στο διεθνές τούτο γεγονός, χωρίς να είναι καθαρά αισθητικό, κατορθώνει να δημιουργήσει ακριβώς το συναίσθημα μιας πολιτικής δήλωσης.

Τούτο το συναισθηματικά και πολιτικά φορτισμένο έκθεμα είναι το σκάφος που πρωταγωνίστησε στο τραγικότερο ναυτικό δυστύχημα στα νερά της Μεσογείου, με θύματα 800-900 μετανάστες τον Απρίλιο του 2015.

Στο πλαίσιο της εικαστικής παρέμβασης του ελβετού καλλιτέχνη Κριστόφ Μπουσέλ «Η Βάρκα μας» (Barca Nostra, ένα λογοπαίγνιο με το Mare Nostrum, την κοινή και «ανοιχτή» θάλασσα της Μεσογείου), το κουφάρι του σκάφους αυτού, από το οποίο μόλις 28 άνθρωποι ανασύρθηκαν ζωντανοί, μετά τη σύγκρουσή του με το πορτογαλικό πλοίο που είχε σπεύσει να τους διασώσει, έχει μεταφερθεί αυτούσιο στο Αρσενάλε —έξω από την κεντρική έκθεση του επιμελητή— ως μια θλιβερή υπενθύμιση, ένα memento mori, του ανθρώπινου δράματος που είχε εξελιχθεί τη βραδιά της 18ης προς τη 19η Απριλίου.

Συνάμα όμως αποτελεί κι ένα αλάθευτο και εκκωφαντικό σχόλιο για τις παραλείψεις, τις αστοχίες, τις αδυναμίες και την αδιαφορία, ίσως και τη λήθη, όλων ημών του Δυτικού και «πεπολιτισμένου» κόσμου απέναντι στο δράμα των μεταναστών και των προσφύγων από συρράξεις που συχνά, φευ, η βαθύτερη αιτία τους βρίσκεται στην προβληματική σχέση εξάρτησης των κοινωνιών αυτών με τη Δύση.

Ο διευθυντής της Μπιενάλε, Πάολο Μπαράτα, κάλεσε όλους στην έναρξη της έκθεσης να τηρήσουν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη όλων των αθώων ψυχών αυτών που, θέλοντας να ξεφύγουν από τη δυστυχία στον τόπο τους, βρήκαν αδόκητο θάνατο προτού καν φθάσουν στη σκοπούμενη «Γη της Επαγγελίας».

Η τότε ιταλική κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι είχε δαπανήσει 10 εκατ. ευρώ για την ανέλκυση του σκάφους και την ιατροδικαστική έρευνα για τις εκατοντάδες θύματα.

Από το κουφάρι του πλοίου ανασύρθηκαν επιπλέον διαβατήρια από δεκάδες αφρικανικές χώρες και το Μπαγκλαντές, συγκινητικά προσωπικά αντικείμενα, παιδικά παιγνίδια και, το πιο σπαρακτικό, σακουλάκια με χώμα από την πατρίδα, που έφεραν στον κόρφο τους, θυμητάρι του τόπου που άφηναν πίσω τους, πολλοί από τους πνιγμένους, ευελπιστώντας σε κάποιο μελλοντικό «νόστιμον ήμαρ» της επιστροφής, που ουδέποτε έμελλε να φθάσει.

Τα θύματα, που σήμερα η Μπιενάλε ως ελάχιστο φόρο τιμής θέλει να μνημονεύσει στο περιθώριο όλης της φαντασμαγορίας και της ευωχίας που κυριαρχούν σε κάθε της διοργάνωση, με τα ποτά στα διάφορα εγκαίνια να χύνονται ως σπονδή στην τέχνη, βρίσκονται θαμμένα σε κοιμητήρια σε όλη τη Σικελία.

Και το κουφάρι του πλοίου, άλλωστε, θα μεταφερθεί μετά το πέρας της Μπιενάλε στον «Κήπο της Μνήμης» στη σικελική γη, ως ένας τύμβος για τους πεσόντες στην περιπέτεια του ακήρυκτου αυτού πολέμου για την επιβίωση και την καλύτερη ζωή.