Περίμενα αυτή τη συνάντηση εδώ και πολύ καιρό. Από τότε που έμαθα ότι ο Θέμης Καραμουρατίδης γράφει μουσική για τον καινούργιο δίσκο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Γιατί όταν δύο αδυναμίες σου ενώνουν τις δυνάμεις τους δεν μπορεί να μην αγωνιάς για το αποτέλεσμα. Και κάπως έτσι οι αδυναμίες τελικά είναι τρεις.


Ο δίσκος είναι πια γεγονός. Ο Θέμης Καραμουρατίδης γράφει τη μουσική, ο Οδυσσέας Ιωάννου τους στίχους και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει στον δίσκο «Όλα είναι για μας» που θα κυκλοφορήσει σε ένα μήνα περίπου.


Αυτά ήξερα μόνο όταν ανέβαινα τις σκάλες για να συναντήσω τον Θέμη στο σπίτι του. Στην διαδρομή σκέφτομαι ότι θα είναι λίγο άβολα που αυτή τη φορά δεν θα συζητάμε για μια ακόμη συνεργασία του με την Νατάσσα Μποφίλιου και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, που δεν θα του λέω πάλι πόσο ζηλεύω τον τρόπο που παίζει πιάνο, που δεν θα τον παρακαλώ να παίξει λίγο το «Μέχρι το τέλος».


Βέβαια αυτή η μαγική χημεία του με τη Νατάσσα εισβάλει κάθε λίγο στη συζήτησή μας. Λέμε για την περιοδεία της Βαβέλ που έχει ήδη ξεκινήσει, για την μεγάλη συναυλία της Νατάσσας στην Τεχνόπολη το Σεπτέμβριο και για τα επόμενα σχέδιά τους -που δεν είναι ανακοινώσιμα ακόμα. Και μιας και πιάσαμε τις συναυλίες σε λίγες μέρες, στις 9 Ιουνίου, ο Θέμης θα βρίσκεται δίπλα στη Γιώτα Νέγκα, σε μια βραδιά-γιορτή το πρόγραμμα της οποίας έχει επιμεληθεί ο ίδιος. Πέντε συνθέτες θα είναι καλεσμένοι της ερμηνεύτριας και σε ένα πρόγραμμα επικεντρωμένο στο ρεπερτόριό της θα ακούσουμε κομμάτια που αγαπάμε πολύ.


Και αφού τελειώσαμε με τα εισαγωγικά αρχίζω να τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις για τη συνεργασία του με τον Βασίλη. Θέλω να τα μάθω όλα. Αυτά που μπορούν να δημοσιοποιηθούν αλλά και τα υπόλοιπα. Αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που κάνουν πιο ενδιαφέρουσα πάντα μια ιστορία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια δεν υπάρχουν δυσκολίες, βεντετισμοί και κουτσομπολιά. Ο Θέμης λάμπει από περηφάνια όταν αρχίζει να εξιστορεί και σε λίγη ώρα που ακούω τα κομμάτια καταλαβαίνω ακριβώς γιατί.


«Αυτή η συνάντηση ήταν ιδέα του Οδυσσέα αλλά και δική μου επιθυμία από την πρώτη στιγμή που είδα το 9.05» αναφέρει ο ίδιος και συνεχίζει: «Είδα την παράσταση την πρώτη χρονιά και σκέφτηκα ότι ήθελα να κάνω ένα δίσκο με το Βασίλη, μόνο πιάνο-φωνή. Ένιωσα ότι έγινε για μένα μια αποκάλυψη εκείνη τη μέρα. Πάντα τον ξέραμε αλλά μέσα σε όλο αυτό το άνυδρο τοπίο είναι τρομερό να βλέπεις τον Βασίλη τόσο μεγαλειώδη. Ήταν απλόχερα ερμηνευτικός, ήταν σαν να ξεχύνεται στα τραγούδια».


Αναρωτιέμαι αν ο συνθέτης παρακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια την πορεία του Παπακωνσταντίνου, αν ήταν και αυτός -όπως και εγώ- από τους έφηβους που τον ακολουθούσαν φανατικά. «Δεν ήμουν αυτός που πήγαινε σε όλες τις συναυλίες του αλλά στα 15 μου και εγώ έχω τραγουδήσει πολύ Βασίλη» εξομολογείται. «Δεν υπάρχει 15χρονος που δεν έχει παίξει τη ‘Βικτώρια’ στην κιθάρα ή τον ‘Κουρσάρο’ στην πενταήμερη. Είχα ένα ντοσιέ με τις παρτιτούρες για τις εκδρομές και είχε τουλάχιστον 15 τραγούδια του μέσα. Από τον ‘Πριν το τέλος’ μέχρι τη ‘Στέλλα’ και τα ‘Χαιρετίσματα’».


Και από τότε μέχρι σήμερα; «Δεν τον άφησα ποτέ στην ουσία γιατί υπήρχε πάντα μια συγγένεια απλά δεν ήταν το πρώτο πράγμα που είχα στο μυαλό μου. Τον έβλεπα συχνά και κάθε φορά εντυπωσιαζόμουν από τον ίδιο, την ενέργειά του και από τον τρόπο που ο κόσμος τον αγαπάει. Είναι εντυπωσιακό αυτό που έχει καταφέρει. Όσο μεγαλώνουμε εμείς το κοινό του γίνεται πιο νέο. Συνυπάρχουν 15χρονα με ανθρώπους όλων των ηλικιών. Πόσες γενιές εφήβων θα μεγαλώσει ακόμα; Αυτό που κάνει είναι θρυλικό».


Ακούγοντάς τον θεωρώ περιττό να ρωτήσω πώς ένιωσε όταν ο Οδυσσέας Ιωάννου πήγε με έτοιμα τραγούδια και του πρότεινε να κάνουν αυτό το δίσκο. «Ο Οδυσσέας ήρθε οργανωμένος. Μου είπε ‘συντροφάκο μου αυτός είναι ο επόμενος δίσκος μας’ και μου έδωσε τα κομμάτια». Ο Βασίλης ακόμα μπορεί να μην είχε πειστεί 100% για τις τρομερές δυνατότητες του Θέμη αλλά σιγά σιγά αφέθηκε. Τα πρώτα κομμάτια τον βρήκαν σύμφωνο και με τον καιρό ήρθε η εμπιστοσύνη. «Είναι υπέροχος άνθρωπος» αναφέρει «Είναι συγκινητικό να είσαι ο Βασίλης Παπακωνσνταντίνου και να είσαι ανοιχτός σε όλα. Είναι τουλάχιστον γενναιόδωρη η εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Ήταν και αυτός έτοιμος να δοκιμάσει κάτι άλλο».


Σκέφτομαι πόσο διαφορετικός μπορεί να είναι ένας δίσκος του Παπακωνσταντίνου. Ο Θέμης υπογράφει τη μουσική, την ενορχήστρωση και την διεύθυνση παραγωγής, ενώ τις μίξεις και την ηχοληψία έχουν κάνει συνεργάτες του. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι κατάφερε να φέρει τον Βασίλη σε ένα δικό του στούντιο, να τον κάνει να αποχωριστεί για λίγο τους μουσικούς του, τον ηχολήπτη αλλά και κυρίως τις σιγουριές του. Και αν όλα αυτά μέχρι εκείνη τη στιγμή μου ακούγονταν θεωρητικά λίγη ώρα μετά που άκουσα όλο το δίσκο έγιναν μάζα, μελωδίες υπέροχες, ερμηνείες διαφορετικές, πιάνο, βιολιά κιθάρες, λέξεις και μαγεία.


Ανάμεσα στα άλλα υπάρχει ένα ντουέτο με την Ρίτα Αντωνοπούλου και μια διασκευή. «Η Φλόγα» από τον δίσκο «Πρώτες λέξεις» του Θέμη και του Οδυσσέα που είχε τραγουδήσει πρώτη η Νατάσσα Μποφίλιου. «Ποιανού ήταν η ιδέα;» ρωτάω τον Θέμη. «Του Βασίλη κυρίως. Ήθελε να πει ένα ρυθμικό τραγούδι, 5άρι, πολεμικό και όπως μου το εξηγούσε σκέφτηκα τη ‘Φλόγα’ και του λέω ‘ένα σαν και αυτό;’. ‘Ακριβώς’ μου λέει ‘και γιατί να μην είναι αυτό;’. Και τελικά ήταν αυτό». Αυτή δεν είναι όμως η μοναδική έκπληξη του δίσκου μιας και η Νατάσσα Μποφίλιου κάνει φωνητικά σε δύο κομμάτια, το ένα από τα οποία θα γίνει η ραδιοφωνική επιτυχία της σεζόν.


Προσπαθώ από την πρώτη αυτή ακρόαση να συγκρατήσω όσα περισσότερα μπορώ. Να κατανοήσω τους στίχους, να ακολουθήσω τη μελωδία, να διακρίνω ομοιότητες και διαφορές. Όλα αυτά στο πρώτο τραγούδι γιατί από το δεύτερο και μετά έρχεται ένα κύμα που σε παρασέρνει και δεν θέλεις να σκέφτεσαι τίποτα. Ανατριχιάζεις, ακουμπάς την πλάτη στον καναπέ και δεν θες πια να συγκρίνεις, να αναλύεις, να καταγράφεις. Είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που ο ακροατής κερδίζει τον επαγγελματία. Και κάνει πολύ καλά.


Δεν μπορώ, λοιπόν, να μεταφέρω πολλές λεπτομέρειες για το περιεχόμενο των τραγουδιών και δεν θα ήταν και σωστό μιας και μας χωρίζουν ακόμη αρκετές ημέρες από την κυκλοφορία του. Αλλά μπορώ να πω ότι τα ξεχώρισα δύο τραγούδια που θέλω να ακούσω δεκάδες φορές για να τα αφομοιώσω και να ξεχωρίσω το αγαπημένο μου. Μπορώ να πω ότι δεν έχω ακούσει ποτέ πιο πλούσιο ενορχηστρωτικά αποτέλεσμα και ότι ο Βασίλης τολμάει και κάνει ένα δίσκο που θα συζητάμε για χρόνια.


Και αυτό γιατί αντί –όπως θα περίμενε κανείς- ο Θέμης Καραμουρατίδης να γράψει ένα δίσκο για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου γίνεται το αντίστροφο. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγουδάει συνθέσεις του Θέμη Καραμουρατίδη. Εκτός από το «Όλα είναι για εμάς», που είναι μια μπαλάντα στα γνώριμα μονοπάτια του, τα υπόλοιπα κομμάτια δεν έχουν τη κλασική φόρμα που ο ερμηνευτής επιλέγει εδώ και χρόνια. Έχουν φρέσκο ήχο σε κάποια σημεία ροκ διάθεση, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο, με άλλη τοποθέτηση φωνής, με άλλη ενορχήστρωση με ένα αλλιώτικο ύφος. (συνυπάρχει για παράδειγμα σύνολο εγχόρδων με ηλεκτρικές κιθάρες).


Με έναν τρόπο που ο μόνο ο Θέμης ξέρει να κάνει μουσική και είναι αυτό ακριβώς που τον ξεχωρίζει από τους συνθέτες της γενιάς του. Έχει συγκεκριμένο στίγμα, το υπερασπίζεται και καταφέρνει ακόμα και έναν τόσο απαιτητικό τραγουδιστή να τον ακολουθήσει και να τον εμπιστευτεί. Και ακόμα και στην περίπτωση που ο δίσκος δεν αρέσει στους σκηροπυρηνικούς ακροατές του –έχει μέσα και ένα χασάπικο!- το στοίχημα έχει σίγουρα κερδηθεί.