Η Καίτη Φίνου έχει γράψει στο μυαλό μου σαν μια πολύ καλτ και αυθεντική γυναίκα.

Ισως επειδή σε κάποιες βιντεοταινίες ήταν μαγκάκι και τα έλεγε σταράτα, μου είχε αφήσει την αίσθηση ότι δεν μασάει.

Τη συνάντησα και προτιμήσαμε αντί για καφέ να κάνουμε έναν όμορφο ανοιξιάτικο περίπατο.

Είναι απόλαυση να την ακούς να μιλάει. Δεν στρογγυλεύει τις λέξεις και είναι όπως την είχα στο μυαλό μου: «ξηγημένο θηλυκό».

Μου μιλάει για τη ζωή της σαν να διηγείται τη ζωή μιας άλλης γυναίκας, με μια μικρή, ευεργετική απόσταση.

Γεννήθηκε στην Εδεσσα, αλλά ήρθε από μωρό στην Αθήνα. Την παιδική της ηλικία τη στιγμάτισε ο άδικος θάνατος του πατέρα της όταν ήταν τριών χρόνων. Τότε δεν είχε καταλάβει τι ήταν αυτή η απώλεια. Αργότερα, μέσα από διάφορους συντρόφους και λάθος επιλογές, θα έβλεπε ξανά το φάντασμα του πατέρα της να πλανάται και να στοιχειώνει τα σενάρια ασφάλειας. Μεγάλωσε με τη γιαγιά και τη θεία της.

Και μεγάλωσε σαν πριγκίπισσα, με πολλή αγάπη και φροντίδες. Η μητέρα της έκανε άλλη οικογένεια, πήρε μαζί της την αδερφή της και έκανε και ένα ακόμα κοριτσάκι.

Η πρώτη της γειτονιά ήταν το Κουκάκι. Θυμάται τα διώροφα με τις ανθισμένες αυλές. Αργότερα πήγε στην Καλλιθέα, στις πρώτες πολυκατοικίες της οδού Σκρα. Μεγάλωσε στον δρόμο με τα παιδιά και διατηρεί αυτή την αίσθηση ελευθερίας μέχρι σήμερα. Με τη μητέρα της είχε σχέση αγάπης, αλλά τη χαρακτηρίζει έντονη σχέση, με κόντρες.

«Πάντα είχε δίκιο και αυτό με τσάντιζε. Δεν υπήρχε σχέση μου που να μην είχε πέσει μέσα όταν μου έλεγε “αυτός δεν κάνει για σένα”».

Ηθοποιός ήθελε να γίνει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. «Μάζευα τα παιδάκια της γειτονιάς και τους έκανα παραστάσεις. Επαιρνα μάλιστα ένα πενηνταράκι». Στο σχολείο δεν έδινε σημασία. Εμενε μετεξεταστέα και δεν την ένοιαζε τίποτα. Ηθελε μόνο να τελειώσει, να δώσει εξετάσεις στα ταλέντα και έτσι μπήκε στη Σχολή Θεοδοσιάδη.

Νιώθει πολύ τυχερή γιατί από τη σχολή την ξεχώρισε ο Νίκος Βασταρδής, μαζί με τον Παύλο Χαϊκάλη, και τους πήρε σε μια παράσταση. Και κάπως έτσι άρχισαν να πέφτουν οι προτάσεις «βροχή». Θυμάται ότι ήταν ακόμα στη σχολή όταν την πλησίασε ο Ομηρος Ευστρατιάδης και της είπε ότι της δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του. Είχε αφήσει το σενάριο στο κομοδίνο. Το διάβασε η μητέρα της, την ξύπνησε λοιπόν άρον-άρον στις έξι το πρωί και της είπε: «Καίτη, αυτό το σενάριο είναι τσόντα».

Η Καίτη δεν δέχτηκε γιατί δεν την ενδιέφερε να παίξει σε αισθησιακές ταινίες. «Τα όνειρά μου από τη σχολή ήταν να παίξω “Ρωμαίο και Ιουλιέτα”, “Αντιγόνη”... Δεν πήγαινε το μυαλό μου ούτε σε αισθησιακά ούτε σε κωμωδίες».

Ομως τρεις μήνες μετά έμελλε να γνωρίσει τον Μουστάκα και αγάπησε την κωμωδία μέσα από το μεγάλο ταλέντο του. «Και μόνο που τον έβλεπα γελούσα. Κατάλαβα ότι το να προσφέρεις γέλιο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση».

Η γμωριμία με το Στάθη Ψάλτη

Εκείνα τα χρόνια γνώρισε και τον Στάθη Ψάλτη και υπήρχε ένα ζωηρό φλερτ, αλλά εκείνος ήταν παντρεμένος. Ετσι, δεν εξελίχθηκε το στόρι, μέχρι που εκείνος χώρισε και βρέθηκαν σε μια ταινία, όπου έγιναν αμέσως ζευγάρι.

Τη ρωτάω τι της άρεσε περισσότερο στον Στάθη Ψάλτη. «Είχε πολύ ωραίο μπλα-μπλα και ήταν μεγάλος καταφερτζής. Είχα παθιαστεί μαζί του και τον θαύμαζα. Πήρα πολλά από τον Στάθη. Μου έκανε μαθήματα για το πώς να φέρομαι στη δουλειά, για την ηθική στο επάγγελμα. Εγώ τα ακολούθησα όλα πιστά σαν Ευαγγέλιο. Αυτός τα μισά, παρόλο που μου τα έλεγε».

Θεωρεί τον Ψάλτη μεγάλο ηθοποιό, που κανείς δεν γνώρισε όλο το εύρος του. «Τον θυμάμαι να μου παίζει “Καλιγούλα” και ακόμα ανατριχιάζω». Τώρα, για τον αγώνα που δίνει για τη ζωή και για όσα γράφονται από τους δημοσιογράφους δεν θέλει να επεκταθεί.

«Είναι αισχρότατοι, δεν θα έπρεπε να λέγονται δημοσιογράφοι. Καπηλεύονται την αρρώστια, δεν έχουν όρια, δεοντολογία».

Ο έρωτας

Της γυρίζω τη συζήτηση στον έρωτα, που ήταν η κινητήριος δύναμή της για χρόνια. Κοιτώντας πίσω, βλέπει ότι έκανε αρκετές λάθος επιλογές. «Πήγαινα κόντρα σε αυτούς που μου έλεγαν “δεν σου ταιριάζει”, σαν να έπρεπε σώνει και ντε να αποδείξω το αντίθετο». Τη ρωτάω αν μετανιώνει για πράγματα στη ζωή της. «Φυσικά. Οποιος δεν μετανιώνει είναι κοντόφθαλμος. Θα μπορούσα να έκανα λίγο πίσω κάποιες φορές, να διέθετα λιγότερο εγωισμό. Ισως έτσι κάποια σχέση μου να κρατούσε μέχρι σήμερα».

Τη ρωτάω τι έχει μάθει από τους άντρες. «Δεν υπάρχει περίπτωση ένας άντρας να μη σε κερατώσει. Και χρόνια ολόκληρα να είναι στο πλάι σου, κάποια στιγμή θα το κάνει», λέει κατηγορηματικά.

Γυρίζω τη συζήτηση στην κρίση και στις ανατροπές που της έφερε η ζωή. «Για μένα η κρίση ήρθε πιο νωρίς, το 2000. Εχω μάθει πια να ζω με λίγα και δοξάζω τον Θεό που μπορώ να έχω έστω και δέκα ευρώ στο πορτοφόλι μου».

Η οικονομική δυσχέρεια

Δεν έχει κάνει διακοπές από το ’96, αλλά δεν τη νοιάζει. «Είμαι ευγνώμων για το εδώ και τώρα. Αν τύχει και πάω στη θάλασσα για ένα μπάνιο, την ώρα που βουτάω κοιτάω τον ήλιο και λέω: “Θεέ μου, ευχαριστώ, έχω τα πάντα”». Η ίδια το φιλοσόφησε και τώρα τα έχει καλά με τον εαυτό της και νιώθει επαρκής.

«Φυσικά, όταν σταμάτησαν να χτυπούν τα τηλέφωνα για δουλειά, πέρασα από μια ψιλοκατάθλιψη, γιατί δεν μπορούσα να φέρω σε βόλτα τη ζωή μου. Δεν μπορούσα να πληρώσω το ενοίκιο, τους λογαριασμούς. Ο Σπύρος Μπιμπίλας -και τον ευγνωμονώ - μου μίλησε για το Σπίτι του Ηθοποιού και την υπέροχη δουλειά της Αννας Φόνσου».

Προτιμάει να μένει κάπου και ας το λένε ίδρυμα από το να μην είναι συνεπής στους λογαριασμούς της. «Δεν ντρέπομαι, το να είσαι φτωχός δεν είναι ντροπή. Το να είσαι αναξιοπρεπής είναι ντροπή». Πλέον, δεν ονειρεύεται ούτε να φύγει ούτε να μείνει στο Σπίτι του Ηθοποιού. «Αφήνω τα πράγματα στην τύχη τους, στη μοίρα, στον Θεό. Μεγαλώνοντας, έρχεται μέσα μου ένα είδος συμφιλίωσης. Δεν είμαι ούτε το κορίτσι των ταινιών ούτε καν η Φίνου, μόνο η Καίτη. Δεν με νοιάζει ούτε το βάρος, ούτε τίποτα».

Ο έρωτας, αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει. Παλιά άκουγε να λένε: «Αν δεν βγεις έξω, πού θα βρεις τον έρωτα;». «Ε, λοιπόν, εμένα μια μέρα ο έρωτας μου χτύπησε την πόρτα. Επρεπε να βάλω για μια εξέταση ένα Holter στην καρδιά και μου τον έφερε στο σπίτι. Αυτό ήταν, ερωτευτήκαμε παράφορα».