Στα 81 έτη της πέθανε η βραβευμένη ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη -Ρουκ. Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη, ενώ το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.

Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες των δέκα γλωσσών και ποιήματα της εμπεριέχονται σε λογοτεχνικές ανθολογίες.

Τον θάνατο της ανακοίνωσε μέσω Facebook ο συγγραφέας και ανηψιός της Αλέξης Σταμάτης.

                 Τα ποιήματα της:

Χωρισμός

Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου
η ύπαρξη του μέλλοντος.
Από το μέλλον χωρίζω.
Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω,
μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά
παίζοντας με την ελπίδα.
Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ.
Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες,
κυλάνε στο παρόν.
Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο
ακούγεται μέσα μου:
Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις
–λέει μια φωνή–
χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος.
Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα.

Από τη συλλογή «Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο»

--
Υπαρξιακές ερωταποκρίσεις

Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ’ όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.

--

Ποιητικό υστερόγραφο

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

--
Υπενθυμίσεις του έρωτα

Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.

--

Ένα απλό κρεβάτι

Κινήσεις που οδηγούν
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.

--
Τα έντερα και τα άλλα

Τα έντερα τα εσώτατα
που διοχετεύουν πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο

της μεμψίμοιρης μέρας
το στομάχι
η σακούλα του παλιού έρωτα
η φτώχεια της πέψης
η εξωτερική αύξηση
η εσωτερική στέρηση
τα αγγεία
με τα στεκάμενα αίματα
της προσωπικής μου αποτυχίας
κι οι φλέβες
τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου
που μ’ έδεναν μαζί σου
όταν το ρολόι του σώματός σου
χτύπαγε
κι άδειαζε μέσα μου
το χρόνο
το συκώτι
το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο
οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων
η υψηλή τραγωδία
του λαιμού,
το μέσα της σήψης
το έξω της επιβίωσης
η σκοτεινή συντεχνία
πώς μυστικά συνεργάζονται
τα όργανα που σε καταρρακώνουν
τα βαριά τα σιωπηλά
κλειδιά του θανάτου
κρατώ
μα δεν το ξέρω
κι ολόκλειστο κουτί
ακόμη ταξιδεύω
στη θάλασσα την κόκκινη
που θα με κουκουλώσει.

--

Το τελευταίο φως

Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
έχει χαθεί πια το ον
κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
απρόσιτη και στη ζωή την ίδια,
μια άσπρη κηλίδα είσαι
λίγο θολό νερό.

Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δεν σταματάει το μάτι:
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα ΄χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα προσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τελειωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα

--
Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.