Όπως σημειώνεται ο πολιτικός κίνδυνος έχει χαλαρώσει μετά την πρωτοφανή στροφή της κυβέρνησης Τσίπρα σχετικά με τη στάση της απέναντι στα μνημόνια. «Από τον Μάιο του 2017 και την καθυστερημένη ολοκλήρωση του προγράμματος, η κυβέρνηση ευθυγραμμίζεται σχεδόν σε κάθε ζήτημα με τους πιστωτές» τονίζεται.

Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις καθώς πρέπει να ολοκληρωθούν 16 ακόμη προαπαιτούμενα σε κρίσιμους τομείς όπως οι αγορές ενέργειας και εργασίας αλλά και ο χρηματοπιστωτικός τομέας.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας που θα διαδεχθεί το νόμο Κατσέλη και αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εκταμίευση της δόσης των 970 εκατ. ευρώ από το επόμενο Eurogroup.

Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει τρία προγράμματα διάσωσης, το Ινστιτούτο σημειώνει ότι παραμένει στην τελευταία θέση στην Ευρωζώνη με το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ. «Το επενδυτικό έλλειμμα εκτιμάται σήμερα περίπου στα 80 δισ. ευρώ και απαιτείται μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση τόσο για υψηλότερο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ όσο και για αύξηση της παραγωγικότητας» αναφέρει η ανάλυση.

Τέλος, το Ινστιτούτο Brookings περιγράφει την ελληνική πολιτική ως ευκαιριακή που δεν βασίζεται στην αξιοκρατία αλλά στην ευνοιοκρατία. Αν οι πρακτικές αυτές συνδυαστούν με την οικονομική κρίση καθιστούν χειρότερη την κατάσταση για τη χώρα. Μάλιστα σημειώνει ότι πολλοί άνεργοι πολίτες εισέρχονται στην πολιτική για βιοπορισμό και όχι λόγω ιδεολογίας.

«Το νέο κύμα πελατειακής συμπεριφοράς που επιδεικνύει και η σημερινή κυβέρνηση αλλά και η έξαρση του λαϊκισμού παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρονται σε καμία οικονομική έκθεση υπονομεύουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδος» υπογραμμίζει το Ινστιτούτο σημειώνοντας παράλληλα ότι ενισχύουν ένα νέο κύμα εθνικιστικών τάσεων.