Εως τη Γερμανία έφτασαν ήδη τα σενάρια για ένα τέταρτο ελληνικό Μνημόνιο. «Είναι αμφίβολο εάν η Ελλάδα θα τα καταφέρει μακροπρόθεσμα χωρίς νέα χρηματοδοτική στήριξη», αναφέρει τελευταίο δημοσίευμα της «FAZ», με τη γερμανική εφημερίδα να επικαλείται την παραδοχή του ίδιου του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, ότι η Αθήνα δυσκολεύεται να επιστρέψει στις αγορές. Αυτό ακριβώς το δημοσίευμα της «FAZ» δεν είναι ούτε τυχαίο, αλλά ούτε και αυθαίρετο.

Στην πραγματικότητα, έρχεται να αποτυπώσει μια ευρύτερη συζήτηση που έχει ανοίξει το τελευταίο διάστημα στους διεθνείς οικονομικούς κύκλους, καθώς αναλύσεις ειδικών τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό βάζουν στο τραπέζι το ενδεχόμενο μιας νέας ελληνικής κρίσης, που θα αναγκάσει την Αθήνα να προσφύγει και πάλι στη βοήθεια των Ευρωπαίων.

Κεντρικό σημείο των αναλύσεων αυτών δεν είναι άλλο από την επιμονή της κυβέρνησης να ακυρώσει τις συμφωνημένες με τους πιστωτές μειώσεις στις συντάξεις, σε μια κίνηση που εξυπηρετεί μεν προεκλογικές σκοπιμότητες, αλλά δίνει το λάθος μήνυμα στις αγορές, ναρκοθετώντας τελικά τη σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας.

Ασφαλώς, η συζήτηση για ένα νέο δάνειο διάσωσης σχετίζεται με τη γενικότερη αναστάτωση στις διεθνείς αγορές και με τις παρενέργειες της δημοσιονομικής διαμάχης που έχει ανοίξει ανάμεσα στην κυβέρνηση της Ιταλίας και τις Βρυξέλλες. Και παρότι το συνολικό κλίμα στις αγορές δεν είναι πια τόσο «ρόδινο» όσο ήταν μέχρι πρότινος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από όλες τις χώρες της ευρωζώνης η Ελλάδα είναι πιο επιρρεπής στο λεγόμενο «contagion» (δηλαδή, τη μετάδοση της κρίσης) από την Ιταλία.

Και αυτό γιατί η Αθήνα δίνει στις αγορές το τέλειο άλλοθι για να την «πυροβολούν». Η προσπάθεια της κυβέρνησης να κάνει πίσω στα συμφωνηθέντα μέτρα λιτότητας μέσα σ’ ένα περιβάλλον παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, και μάλιστα την ώρα που οι ξένοι επενδυτές περίμεναν ένα πρώτο δείγμα γραφής για τη στάση που θα τηρήσει η Ελλάδα στη μετά το Μνημόνιο εποχή, δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην αύξηση του κόστους δανεισμού.

Είναι αυτός ο συνδυασμός της διεθνούς συγκυρίας και της εσωτερικής κατάστασης που οδήγησε τον πρώην υπουργό Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη να δηλώσει ότι η πιθανότητα μιας νέας κρίσης, σαν εκείνη του 2010, που έσπρωξε τη χώρα στο Μνημόνιο, «δεν είναι μηδενική». «(Μπορεί) όλα να φρακάρουν, όλα να σταματήσουν και να μπούμε σε ένα νέο, τέταρτο Μνημόνιο.

Σε Μνημόνιο με χρήματα», έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Capital.gr. «Αν ξηλώνουμε ό,τι έχει ψηφιστεί, θα δημιουργηθούν αμφιβολίες για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και
θα πάμε σε τέταρτο και πέμπτο Μνημόνιο», έχει δηλώσει στον News 24/7 ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Ακης Σκέρτσος. Ομως, ο πρώην διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος βάζει στο τραπέζι μία ακόμα χειρότερη παράμετρο.

«Ο κίνδυνος αυτήν τη φορά δεν θα είναι ένα τέταρτο Μνημόνιο», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στα «Νέα», εξηγώντας ότι ένα νέο δάνειο διάσωσης της Ελλάδας είναι αδύνατο να περάσει από τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια αυτήν τη στιγμή.

ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Οι σκέψεις αυτές αποτυπώνονται ήδη και στις αναλύσεις έγκυρων οίκων του εξωτερικού. Για να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της, θα πρέπει (α) να επιτύχει τα πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία έχει δεσμευτεί, (β) να συγκεντρώσει τα συμφωνηθέντα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και (γ) να εμφανίσει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 2%, τονίζει σε άρθρο του ο επικεφαλής οικονομολόγος του Bruegel, Ζολτ Ντάρβας.

«Εάν οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες δεν τηρηθεί, τότε θα χρειαστούν είτε περαιτέρω μέτρα λιτότητας ή μια αύξηση του μεσομακροπρόθεσμου δανεισμού. Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από τον έλεγχο, καθώς το πιθανότερο είναι ότι θα εκτροχιάσει το κλίμα στην αγορά και θα σπρώξει την ήδη υψηλή απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ακόμα υψηλότερα, δυσκολεύοντας όλο και περισσότερο την κάλυψη των αυξημένων αναγκών δανεισμού», σημειώνει ο έγκυρος οικονομολόγος.

Επιχειρώντας να προσδιορίσει το timing μιας πιθανής νέας ελληνικής κρίσης, η Capital Economics την τοποθετεί στο 2020, όταν και θα εξαντληθεί το «μαξιλάρι ρευστότητας», ή ακόμα και νωρίτερα. «Εχοντας εξέλθει από το Μνημόνιο, η Ελλάδα αντιστέκεται κιόλας στη λιτότητα. Αυτό θα μπορούσε να δώσει στήριξη στην ταλαιπωρημένη οικονομία της, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα προκαλέσει την εκ νέου αύξηση των επιτοκίων, που με τη σειρά της θα πλήξει την ανάπτυξη και θα απειλήσει με νέα κρίση», αναφέρει η ομάδα αναλυτών της εταιρείας ερευνών, υπό την επικεφαλής οικονομολόγο, Τζένιφερ ΜακΚίον.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Capital Economics, οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα πέσουν μόλις στο 1% έως το 2020, οδηγώντας σε επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και αύξηση του κόστους δανεισμού. «Πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση θα χρειαστεί περαιτέρω οικονομική στήριξη μόλις εξαντληθεί το μαξιλάρι ρευστότητας τη χρονιά εκείνη (δηλαδή το 2020). Αλλά υπάρχει κίνδυνος η κατάσταση να κλιμακωθεί και πολύ νωρίτερα», καταλήγει ο οίκος.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» 10/11/2018