Η έξοδος της χώρας από το πρόγραμμα διάσωσης δεν φαίνεται να ενθουσίασε τόσο τον διεθνή τύπο όσο και τις αγορές, παρά τις θριαμβολογίες και τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης. 

Σύμφωνα μάλιστα με τον διεθνή Τύπο, η λήξη του προγράμματος δεν συνεπάγεται το τέλος των προβλημάτων και της λιτότητας στην Ελλάδα.

Bloomberg: Κλειδί οι ιδιωτικοποιήσεις, σκεπτικοί οι επενδυτές

Σύμφωνα με το Bloomberg, ενώ η επιθυμία να προχωρήσει η κυβέρνηση στις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων είναι ενθαρρυντική, το ιστορικό της μπορεί να δώσει στους επενδυτές κάποιους λόγους να είναι σκεπτικοί. Η Ελλάδα δεν πέτυχε ποτέ τον στόχο των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις, καθώς τα έσοδα από 38 ιδιωτικοποιήσεις το 2011 έως 2017 έφθασαν μόλις τα 4,7 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών.

"Ακόμη χειρότερα-γράφει το Bloomberg, ορισμένα από τις ιδιωτικοποιήσεις που εξακολουθούν να εμπεριέχονται στην έκθεση θεωρούνται "πιο δύσκολες. Ωστόσο, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει κάποια επιτυχία στις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων φέτος και η κυβέρνηση φαίνεται ότι θα αυξήσει τα έσοδά της κατά 2,7 δισ. το 2018 με μερικά μεγάλα έργα που δείχνουν ότι βρίσκονται κοντά στην ολοκλήρωσή τους".

WSJ: Τα μνημόνια τέλειωσαν αλλά τα προβλήματα της Ελλάδας παραμένουν

Μπορεί ο Αλ. Τσίπρας να κήρυξε από την Ιθάκη τη λήξη των μνημονίων ωστόσο στην πραγματικότητα λίγα πράματα άλλαξαν, σχολιάζει η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal. Η Ελλάδα συνεχίζει να χρωστά δισεκατομμύρια στους δανειστές της, οι οποίοι θα συνεχίσουν να πραγματοποιούν τακτικές αξιολογήσεις για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα.

Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχώρησε η Ελλάδα στα οκτώ χρόνια των μνημονίων, ούτε οι Έλληνες πολιτικοί, ούτε οι δανειστές έχουν αποδείξει ότι μπορούν να λύσουν τα προβλήματα που υποβόσκουν και ταλαιπωρούν την οικονομία της χώρας, οδηγώντας την στην πιο σοβαρή κρίση χρέους των τελευταίων ετών.

Le Monde: Η έξοδος της Ελλάδας από το μνημόνιο δεν σημαίνει τέλος της λιτότητας

«Η σύγχρονη Οδύσσεια που πέρασε η χώρα μας από το 2010 έχει τελείωσε», δήλωσε ο Ελληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στο διάγγελμά του από την Ιθάκη. Οι διαδοχικές θεραπείες που δέχθηκε η χώρα φαίνεται να αποδίδουν σε οικονομικό επίπεδο», αναφέρει η Le Monde, παραπέμποντας σε στατιστικούς δείκτες που παρουσιάζουν βελτίωση.

Ειδικότερα, επισημαίνει: Αφού έχασε το ένα τρίτο της αξίας του σε εννέα χρόνια, το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε το 2017 (+ 2%). Ωστόσο, θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, καθώς σήμερα βρίσκεται στο επίπεδο του 2003. Άλλη καλή είδηση: τον Μάιο, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε κάτω από το 20% για πρώτη φορά από το 2011. Παραμένει, ωστόσο, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

Αρκετά έτη λιτότητας, που σημαίνουν ριζική μείωση των δημόσιων δαπανών και αύξηση της φορολογίας, επέτρεψαν στην Ελλάδα να υπερβεί το έλλειμμα και να δημιουργήσει πρωτογενές πλεόνασμα, με το οποίο πληρεί τους στόχους που ζητούν οι πιστωτές, αλλά κυρίως διατηρεί το χρέος γύρω στο 180% του ΑΕΠ. Παρά τη σταθεροποίηση, το χρέος της χώρας εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ). Σε παγκόσμιο επίπεδο, μεγαλύτερο είναι μόνο το χρέος της Ιαπωνίας (στο 250%). Το βάρος αυτού του χρέους θεωρείτο από καιρό μη βιώσιμο, τόσο από τον Αλέξη Τσίπρα όσο από και το ΔΝΤ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν τον Ιούνιο να το ελαφρύνουν: η Αθήνα θα αρχίσει να αποπληρώνει τα 86 δισεκ. ευρώ που δανείστηκε από τους εταίρους της από το 2032 αντί του 2022.

Η γαλλική εφημερίδα τονίζει ότι τα διαδοχικά μέτρα λιτότητας υποβάθμισαν σταδιακά το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ όπου ο κατώτατος μισθός μειώθηκε μετά το 2008 για να φτάσει σήμερα στα 684 ευρώ, σημειώνει. Η βελτίωση των οικονομικών δεικτών και η έξοδος της χώρας από το πρόγραμμα βοήθειας δεν σηματοδοτούν το τέλος της λιτότητας για τα νοικοκυριά. Εάν τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Αθήνας, θα περιορίσουν σημαντικά το περιθώριο ελιγμών των μελλοντικών κυβερνήσεων ως προς τις δημόσιες δαπάνες, σε μια χώρα όπου οι συντάξεις και οι μισθοί έχουν ήδη περικοπεί σημαντικά, εκτιμά η Le Monde.