Σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως αναμένεται να φτάσει τα επόμενα χρόνια το κόστος προσαρμογής της ναυτιλίας στους νέους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών. Μόνο το κόστος από τη χρήση των νέων ναυτιλιακών καυσίμων μειωμένου θείου από το 2020 είναι πιθανό να επιβαρύνει το σύνολο της ναυτιλίας κατά 25% ή 24 δισ. δολ., ενώ δεν αποκλείεται να φθάσει έως και τα 60 δισ. δολ., σύμφωνα με μελέτη του εξειδικευμένου στην ενέργεια οίκου Wood Mackenzie.

Οι νέοι κανόνες και ρυθμίσεις, που στόχο έχουν να μειώσουν τους ρύπους των πλοίων, θα ευνοήσουν τα πιο σύγχρονα πλοία και θα συμβάλουν στην απόσυρση των παλαιότερων στα διαλυτήρια, οδηγώντας έτσι τον κλάδο σε επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων, προ- κειμένου ο παγκόσμιος στόλος να καταστεί συμβατός με τα προβλεπόμενα. Είναι χαρακτηριστικό πως ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες εφοπλιστές, που έχει ήδη δρομολογήσει επενδύσεις άνω του ενός δισεκατομμυρίου προς τον σκοπό αυτόν, ο Ευάγγελος Μαρινάκης, εκτιμά πως το ένα τέταρτο του ση- μερινού στόλου μπορεί να γίνει σκραπ κατά την πορεία προς τη συμμόρφωση με τη νέα πραγματικότητα. Σημειώνεται ότι πάνω από το 20% του παγκόσμιου στόλου, που αριθμεί 95.000 πλοία, έχει ηλικία άνω των 15 ετών και δεν προσφέρεται για επιπλέον επενδύσεις αναβάθμισης. Από τις αρχές του 2020, το όριο περιεκτικότητας σε θείο στο πετρέλαιο που χρησιμοποιείται ως καύσιμο στα πλοία θα μειωθεί από 3,5%, που είναι σήμερα, στο 0,5%, ενώ στις περιοχές ελέγχου των εκπομπών αερίων ρύπων (Emission Control Areas - ECA) θα χρησιμοποιείται καύσιμο με περιεκτικότητα 0,1% σε θείο.

ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Οι αλλαγές στους κανονισμούς υποχρεώνουν ένα μέρος του παγκόσμιου στόλου να στραφεί στα καύσιμα μειωμένου θείου, τα οποία όμως είναι ακριβότερα, όπως είναι το marine gasoil (MGO) και το ultra low sulfur fuel oil (ULSFO). Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι τα πλοία που εγκαθιστούν ειδικό σύστημα καθαρισμού των ρύπων των καυσίμων (scrubbers) θα μπορούν να καίνε φθηνότερα μαζούτ υψηλής περιεκτικότητας σε θείο, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του στόλου είναι αδύνατον να έχει προλάβει να εγκαταστήσει τέτοια συστήματα μέχρι το 2020.

Η μελέτη της Wood Mackenzie παρουσίασε το βασικό σενάριο για αύξηση του κόστους κατά 24 δισ. δολ. το 2020 για τον παγκόσμιο στόλο σε σύγκριση με το συνολικό κόστος, που σήμερα βρίσκεται στα 100 δισ. δολ. Ωστόσο, στη θεωρητική περίπτωση που ελάχιστα πλοία προσθέσουν scrubbers, το επιπλέον κόστος μπορεί να φθάσει στα 60 δισ. δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη υπολογίζει ότι μόλις το 2% του παγκόσμιου στόλου θα έχει εγκαταστήσει scrubbers το 2020. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο για τα πλοία του κλάδου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων το κόστος προσαρμογής στα νέα καύσιμα μειωμένης περιεκτικότητας σε θείο από το 2020 υπολογίζεται μεταξύ 5 δισ. δολ. και 30 δισ. δολ. σε ετήσια βάση.

Ακόμη μία μεγάλη πρόκληση για τη ναυτιλία είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (Greenhouse Gas Emissions - GHG). Σε μια απόφαση-ορόσημο, η Επιτροπή Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος (MEPC 72) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού υιοθέτησε τον Απρίλιο μια φιλόδοξη αρχική στρατηγική μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σε ευθυγράμμιση με την επιθυμητή πορεία για απεξάρτηση της ναυτιλίας από τον άνθρακα, η οποία ουσιαστικά υπερκαλύπτει τις δεσμεύσεις των κρατών- μερών της Συμφωνίας των Παρισίων. Η ελληνική ναυτιλία και οι διεθνείς ναυτιλιακοί φορείς καλωσόρισαν την υιοθέτηση της στρατηγικής αυτής, η οποία σηματοδοτεί την αρχή μιας μακράς και δύσκολης προσπάθειας, με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή λειτουργικών παγκόσμιων μέτρων, κατά τρόπο που να εγγυάται τη ναυτική ασφάλεια και ισότιμους όρους ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, ελαχιστοποιώντας παράλληλα πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ναυτιλία δεν ελέγχει την παγκόσμια προσφορά καυσίμων για τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων και, εάν δεν υπάρξει σημαντική πρόοδος στον τομέα των εναλλακτικών καυσίμων και της τεχνολογίας πλοίων, θα παραμείνει εξαρτημένη από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Ως εκ τούτου, η μακροπρόθεσμη ικανότητα της ναυτιλίας να παραμείνει στη συμφωνημένη πορεία μείωσης των εκπομπών GHG εξαρτάται αναπόφευκτα από την απαραίτητη διαθεσιμότητα παγκοσμίως εναλλακτικών καυσίμων χαμηλής ή μηδενικής περιεκτικότητας σε άνθρακα, τα οποία παράλληλα είναι ασφαλή για την αποτελεσματική λειτουργία του παγκόσμιου στόλου. Αυτή η επιφύλαξη είναι απολύτως καθοριστικής σημασίας για την απεξάρτηση της ναυτιλίας από τον άνθρακα.