Στην αναμονή εξακολουθούν να βρίσκονται 212.000 συνταξιούχοι που αγωνιούν για το χρόνο καταβολής κύριων, επικουρικών και εφάπαξ, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε στη Βουλή ο Τάσος Πετρόπουλος και παρότι ο ίδιος τα παρέθεσε για να πείσει ως προς την επιτάχυνση των ρυθμών απονομής και ότι έχουν ήδη χορηγηθεί 381.000 από τον Ιανουάριο του 2015, ενώ στο σύστημα εισάγονται μηνιαίως 12.000 έως 15.000 νέες αιτήσεις.

 Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Τάσο Πετρόπουλο οι εκκρεμείς συντάξεις σήμερα ανέρχονται σε:

 75.000 κύριες έναντι 347.000 τον Ιανουάριο του 2015

101.000 επικουρικές από 170.000 Ιανουάριο 2015

36.000 Εφάπαξ από 76.000 τον Ιανουάριο 2015.

Το συνολικό κόστος για την εξόφλησή τους όπως είπε ο Υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέρχεται στα 1,09 δισ. ευρώ και όχι στα 2,5 δισ. Ο ίδιος απέκρουσε και τις κατηγορίες περί «στάσης πληρωμών», προκειμένου να εμφανίσει πλεόνασμα ο ΕΦΚΑ, κάνοντας λόγο για ρεκόρ καταβολής παροχών από τον Οργανισμό το 2017.

Παράλληλα, επέμεινε στη γραμμή της καλλιέργειας προσδοκιών στους συνταξιούχους για πιθανή αποφυγή της περικοπής των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου 2019, όπως έχει δεσμευτεί και ψηφίσει η κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι καταβάλλεται προσπάθεια για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

«Τον Ιανουάριο 2019 θα υπάρξει στα εκκαθαριστικά των συνταξιούχων το ύψος των συντάξεων μετά τον επανυπολογισμό. Μέχρι τότε μπορούμε να προσπαθούμε για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η μόνιμη προσπάθεια μας και έχουμε αισιοδοξία ότι θα μπορέσουμε να πετύχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα» σημείωσε χαρακτηριστικά επιχειρώντας να αποκρούσει τα πυρά του Γιάννη Κουτσούκου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης περί συνειδητής απόκρυψης του ύψους των συντάξεων μετά τον επανυπολογισμό τους για να ρίξει στάχτη στα μάτια των συνταξιούχων.

Ο υφυπουργός μάλιστα επανέλαβε την κυβερνητική ρητορική ότι «μέχρι αυτή τη στιγμή καμία περικοπή δεν έχει επέλθει στις συντάξεις από τη δική μας κυβερνητική περίοδο», αποδίδοντας το «ψαλίδισμα» στις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις για όριο δημοσιονομικής δαπάνης στο 16,2% του ΑΕΠ. «Τα προβλήματα αυτά έχουν την πηγή τους στα προηγούμενα χρόνια και σε δεσμεύσεις που έρχονταν από προηγούμενα Μνημόνια», υποστήριξε.