«Τέλος το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα», λέει το γνωστό άσμα, που ταιριάζει γάντι στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία ύστερα από ένα μάλλον χαλαρό και λίαν εορταστικό 15ήμερο, σαν... μαθητής Γυμνασίου, υποχρεούται να ξαναβάλει στο συρτάρι τους πανηγυρικούς περί τέλους των Μνημονίων και να αποδείξει ότι μπορεί, έστω για μία φορά, να υλοποιήσει εγκαίρως τις δεσμεύσεις της.

Σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, οι ξένοι τεχνοκράτες ήδη έχουν αρχίσει να ζεσταίνουν τις μηχανές τους και περιμένουν από την ελληνική πλευρά να αποστείλει νέα αναφορά πεπραγμένων, καθώς δεν έχει υπάρξει η παραμικρή επικαιροποίηση μετά τις 20 Δεκεμβρίου. Κοινώς, οι ξένοι τεχνοκράτες αναμένουν έκθεση προόδου σε σχέση με τα περίπου 70 προαπαιτούμενα που εκκρεμούσαν και, πολύ περισσότερο, το «βαρύ» πολυνομοσχέδιο με το οποίο υποτίθεται ότι θα τακτοποιηθούν όλες οι νομοθετικές εκκρεμότητες για να ολοκληρωθεί η τρίτη αξιολόγηση.

Το πρώτο crash test θα γίνει το απόγευμα της 11ης Ιανουαρίου στο EWG, το οποίο, συν τοις άλλοις, έχει και την ιδιομορφία ότι θα έχει νέο πρόσωπο -τον Ολλανδό Φλάιμπριφ στη θέση του Τόμας Βίζερ, ίσως του πιο έμπειρου για το ελληνικό ζήτημα σε επίπεδο τεχνικών λεπτομερειών μετά τους επικεφαλής των θεσμών. Με βάση το πλάνο που έχει γνωστοποιήσει η Αθήνα στις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη και την Ουάσινγκτον, δύο 24ωρα νωρίτερα από το EuroWorking Group, δηλαδή στις 9 Ιανουαρίου, θα έχει φτάσει στη Βουλή το νομοσχέδιο-σκούπα και, όπως επισημαίνουν στα «Π» ευρωπαϊκές πηγές, οι διατάξεις θα περάσουν από κρησάρα.

ΑΠΟ ΚΟΣΚΙΝΟ

«Αρθρο-άρθρο, παράγραφο-παράγραφο θα εξετάσουμε το πολυνομοσχέδιο», σημειώνουν οι ίδιες πηγές, τονίζοντας ότι, αν και πρόκειται για συμφωνημένα προαπαιτούμενα, η εμπειρία δείχνει ότι έστω ένα κόμμα, ένα «και» μπορεί να αλλάξει πολλά πράγματα και αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελαν οι θεσμοί. Από την ελληνική πλευρά δεν διαφαίνεται, επί του παρόντος, ανησυχία ότι δεν θα προλάβουν τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα ή ότι υπάρχει κίνδυνος να «κολλήσει» κάποια διάταξη στη Βουλή, ειδικά μετά το πράσινο φως που άνοιξαν οι κυβερνητικοί βουλευτές στις ποινικές διατάξεις για τους πλειστηριασμούς. Ωστόσο, διατάξεις όπως αυτή που προβλέπει την επέκταση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και για χρέη προς το Δημόσιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε εύκολη ούτε εύπεπτη.

Οι πληροφορίες αναφέρουν, μάλιστα, ότι το θέμα των πλειστηριασμών βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα των ξένων τεχνοκρατών, οι οποίοι πιέζουν και την κυβέρνηση αλλά και τις τράπεζες να ακολουθήσουν πολύ πιο επιθετική πολιτική έναντι των οφειλετών. Αυτό που φαίνεται, πάντως, να τραβά περισσότερο την προσοχή των δανειστών -ειδικά σε πολιτικό επίπεδοείναι η ρητορική που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση τις τελευταίες εβδομάδες. Ρητορική που παραπέμπει σε προεκλογική περίοδο μακράς διαρκείας, κάτι που αποτελεί ένα από τα ρίσκα για την αποκαλούμενη «επόμενη ημέρα» της Ελλάδας.

Οι έκτακτες παροχές, με ρυθμούς πολυβόλου, δεν προβλημάτισαν ιδιαιτέρως, καθώς αφενός το δημοσιονομικό κόστος ήταν μικρό, αφετέρου εντάχθηκαν στα επιτρεπόμενα όρια του παραχθέντος περσινού υπερπλεονάσματος. Αυτό που μπαίνει στο μικροσκόπιο είναι κυρίως οι δηλώσεις και οι αναφορές είτε από τον πρωθυπουργό είτε από πρωτοκλασάτους υπουργούς, για την περίοδο μετά τη λήξη του Προγράμματος. Εκεί τα πράγματα αλλάζουν και η ανάγνωση δεν είναι πρόχειρη. «Ψαλίδι» Αν ανατρέξει κανείς στις δηλώσεις των τελευταίων ημερών και αφήσει στην άκρη τη συνήθη και «θορυβώδη» ατζέντα της «καθαρής» εξόδου, θα εντοπίσει δύο-τρία θεματάκια που μάλλον έχουν προκαλέσει την προσοχή των δανειστών, καθώς άπτονται της αποκαλούμενης «μεταρρυθμιστικής ατζέντας». Αν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν όλοι οι δανειστές και έχουν καταστήσει σαφές στην Αθήνα ότι δεν είναι υπό διαπραγμάτευση είναι το εξής: η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει με την ίδια και μεγαλύτερη ένταση τις μεταρρυθμίσεις που μπορούν να τη φέρουν σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας ανάλογο με αυτό των υπολοίπων της ευρωζώνης.

Αυτό απαιτούν οι δανειστές, αυτό περιμένουν και οι αγορές. Με αυτό το δεδομένο, οι αναφορές που καλλιεργούν προσδοκίες για τον κατώτατο μισθό ή την επαναφορά του προηγούμενου πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων χαρακτηρίζονται λίγο έως πολύ «ανεπιθύμητες», ενώ οι Ευρωπαίοι έχουν σπεύσει να προλάβουν την Αθήνα, ξεκαθαρίζοντας ότι, ακόμα και χωρίς ΔΝΤ, δεν τίθεται θέμα μη εφαρμογής των περικοπών στις συντάξεις ή της μείωσης του αφορολογήτου.

*Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά, 5/1/2018