Η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη έχει λάβει τέλος, αναφέρει σε ανάλυσή του αρθογράφος του πρακτορείου Reuters.

Από τα μέσα του 2021 μέχρι τα τέλη του 2022, η Ευρώπη και τμήματα της Ασίας παγιδεύθηκαν σε μία ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του άνθρακα, που έφθασαν σε ορισμένες περιπτώσεις σε ύψη ρεκόρ, αναγκάζοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μειώσουν με ταχείς ρυθμούς την κατανάλωση.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που σε απάντησή της επιβλήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους διατάραξαν τον ενεργειακό εφοδιασμό, που βρισκόταν ήδη υπό πίεσιν από την ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής μετά την επιδημία του κορονοϊού.

Ομως, 18 έως 24 μήνες μετά, η οξεία φάση της προσαρμογής έχει τελειώσει, τα ενεργειακά αποθέματα έχουν αποκατασταθεί και οι τιμές επανέρχονται σε μακροπρόθεσμες μέσες τιμές προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό.


Η ενεργειακή κρίση μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία


Νέα ενεργειακά σοκ θα υπάρξουν αναμφίβολα στο μέλλον, αλλά η αναστάτωση που συνδέεται με το τέλος της πανδημίας και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει τελειώσει. Οι αγορές προσαρμόσθηκαν.

Το κατάλοιπο για την Ευρώπη είναι ότι αντάλλαξε το σχετικά φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο με το σχετικά ακριβό Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG) διακυβεύοντας την βιομηχανική της ανταγωνιστικότητα, αλλά αυτό αποτελεί μάλλον χρόνιο πρόβλημα παρά κρίση.

Πετρέλαιο


Στην αγορά πετρελαίου, η αμερικανική παραγωγή αργού και προϊόντων συμπύκνωσης συνέχισε να αυξάνεται και ξεπέρασε το επίπεδο της προ της πανδημίας κορύφωσης τον Αύγουστο του 2023. Άλλες πετρελαιοπαραγωγές πηγές εκτός ΟΠΕΚ αυξάνονται σταθερά.

Δεδομένα υψηλής συχνότητας από τις ΗΠΑ δείχνουν ότι τα εμπορικά αποθέματα του αργού βρίσκονται στα 12 εκατομμύρια βαρέλια (+3% ή +0,26 σε σχέση με τις στάνταρ διακυμάνσεις) πάνω από το προηγούμενο δεκαετή μέσο όρο των μέσων του Νοεμβρίου, μία ένδειξη ότι η αγορά τροφοδοτείται άνετα.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του Brent για τον πρώτο μήνα (front-month futures) έφθασαν στον μέσο όρο των 82 δολαρίων ανά βαρέλι, ευθυγραμμισμένα με τις μέσες τιμές που διαμορφώνονται από τις αρχές του αιώνα μετά την πληθωριστική προσαρμογή.

Στην διαπραγμάτευση του εξαμηνιαίου spread του Brent σημειώθηκε μέση υποχώρηση του 1,57 δολαρίου, μόνο ελαφρώς πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 1,04 δολαρίου.

Προς το τέλος του 2022 και τις αρχές του 2023, οι φόβοι για υπερπαραγωγή και η πιθανότητα συγκέντρωσης αποθεμάτων πετρελαίου αντικατέστησαν τις ανησυχίες για την ανεπάρκεια του εφοδιασμού και για την ταχεία εξάντληση των αποθεμάτων.

Σε απάντηση, η Σαουδική Αραβία και οι εταίροι της του ΟΠΕΚ+ μείωσαν επανειλημμένως την παραγωγή για να εμποδίσουν μια εναρκτήρια αύξηση των αποθεμάτων, σε έντονη αντίθεση με την πίεση επί των αποθεμάτων έναν χρόνο πριν και τον στόχο της αύξησης της παραγωγής για την ανακούφιση μελλοντικών ελλείψεων.

Φυσικό αέριο


Η ταχεία προσαρμογή είναι επίσης εμφανής στην περίπτωση του φυσικού αερίου, όπου τα αποθέματα των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκονται συστηματικά πάνω από τον προηγούμενο δεκαετή μέσο όρο από τον Φεβρουάριο 2023 και οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί σε επίπεδα ρεκόρ.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αμερικανικού φυσικού αερίου για τον πρώτο μήνα διαμορφώθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 30 ετών μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό, επιβεβαιώνοντας ότι η αγορά ανταποκρίνεται στην ύπαρξη αρχικού πλεονάσματος.

Στην Ευρώπη, τα αποθέματα του φυσικού αερίου βρίσκονται συνεχώς σε επίπεδα ρεκόρ για την εποχή από το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2023 έπειτα από έναν ασυνήθιστα θερμό χειμώνα 2022/2023 και ισχυρή πτώση της κατανάλωσης βιομηχανικού φυσικού αερίου.

Η ενεργοβόρα βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας είναι μειωμένη κατά 17% από την αρχή του 2022 και δεν δείχνει σημάδια ανάκαμψης.

Η συνολική κατανάλωση φυσικού αερίου στις 7 υψηλής κατανάλωσης χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Ισπανία, Βέλγιο και Πολωνία) μειώθηκε κατά 13% κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2023 συγκρινόμενη με τον προς της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία δεκαετή εποχικό μέσο όρο της περιόδου 2012-2021.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό διαμορφώθηκαν στα 48 ευρώ κατά μέσον όρο ανά μεγαβατώρα τον Νοέμβριο, από τα 223 ευρώ στην κορύφωση της κρίσης τον Αύγουστο 2022.

Με πραγματικούς όρους, οι τιμές του επόμενου έτους διαμορφώθηκαν μέχρι στιγμής το 2023 στα 53 ευρώ κατά μέσον όρο συγκρινόμενες με τα 23 ευρώ κατά την πενταετία 2015-2019 και τα 32 ευρώ στο διάστημα 2010-2014.

Αν και οι τιμές είναι ακόμη υψηλές, δεν βρίσκονται πλέον σε επίπεδα κρίσης και είναι πιθανόν να υποχωρήσουν περαιτέρω κατά την διάρκεια του 2024.

Άνθρακας


Μία ακόμη εντονότερη προσαρμογή συνέβη στην αγορά του άνθρακα, όπου η ζήτηση μειώθηκε απότομα λόγω της αφθονίας στην προμήθεια φυσικού αερίου και συνέπεσε με την αύξηση της παραγωγής των ανθρακωρυχείων.

Οι πραγματικές τιμές του επόμενου έτους για τον άνθρακα που παραδόθηκε στην βορειοδυτική Ευρώπη διαμορφώθηκαν στα μόλις 112 δολάρια ανά τόνο κατά μέσον όρο τον Νοέμβριο του 2023 από το ρεκόρ των σχεδόν 300 δολαρίων ανά τόνο τον Σεπτέμβριο του 2022.

Ο πρώτος παραγωγός άνθρακα παγκοσμίως, η Κίνα, αύξησε την παραγωγή κατά 425 εκατομμύρια τόνους (10%) το 2022 και την ενίσχυσε κατά ακόμη 144 εκατομμύρια τόνους (4%) κατά τους πρώτους δέκα μήνες του 2023.

Προσαρμογή


Κάθε αγορά έχει γνωρίσει μία ελαφρώς διαφορετική διαδικασία προσαρμογής, αλλά όλες είναι παραλλαγές του συνδυασμού της ταχύτερης αύξησης της παραγωγής και της βραδύτερης αύξησης της κατανάλωσης.

Στο πετρέλαιο, η κατανάλωση αυξήθηκε με βραδύτερους ρυθμούς λόγων της επιβράδυνσης του επιχειρηματικού κύκλου, ενώ η παραγωγή εκτός ΟΠΕΚ+ αυξήθηκε ταχύτερα, ωθώντας την αγορά προς την δημιουργία αποθεμάτων.

Οι εξαγωγές της Ρωσίας παρέμειναν υψηλές παρά τις κυρώσεις μέσω της αποφυγής (με την εκμετάλλευση νομικών κενών για την διατήρηση των εξαγωγών, την αύξηση της χρήσης του σκοτεινού στόλου (dark fleet) των τάνκερ και της αποφυγής δήλωσης της αξίας των φορτίων).

Ως προς το φυσικό αέριο, η Ευρώπη πέρασε έναν ασυνήθιστα θερμό χειμώνα 2022/23, που μείωσε την κατανάλωση, και οδήγησε σε μεγάλη μείωση της βιομηχανικής ζήτησης εκ μέρους των πλέον ενεργοβόρων καταναλωτών καθώς βιομηχανικές μονάδες ανέστειλαν την παραγωγή.

Η Ευρώπη κατόρθωσε να αντικαταστήσει το φυσικό αέριο των ρωσικών αγωγών με τις εισαγωγές LNG, πλειοδοτώντας έναντι άλλων πελατών από την νότια και την ανατολική Ασία τον χειμώνα 2022/23, μετακινώντας έτσι μέρος του κόστους προσαρμογής σε φτωχότερες χώρες.

Ως προς τον άνθρακα, η αύξηση της παραγωγής της Κίνας σε συνδυασμό με την ραγδαία αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τον άνεμο και κυρίως την ηλιακή ενέργεια, άμβλυνε τις ελλείψεις και επέτρεψε την αύξηση των αποθεμάτων.

Άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στην προσαρμογή περιλαμβάνουν τα υψηλά επίπεδα παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας στην Βραζιλία που μείωσε την ανάγκη εισαγωγής LNG και το ασυνήθιστα ήπιο φθινόπωρο του 2023 στην βορειοδυτική Ευρώπη.

Αλλά ο κοινός παράγοντας είναι η τεράστια κλίμακα των αυξήσεων των τιμών το 2021 και το 2022, που επιτάχυνε και επικέντρωσε τη διαδικασία προσαρμογής σε μια σχετικά σύντομη χρονική περίοδο.

Αποτέλεσμα, έπειτα από την εξαιρετικά επώδυνη προσαρμογή το 2021 και το 2022, η παραγωγή, η κατανάλωση και τα αποθέματα βρίσκονται σε ευνοϊκότερη κατάσταση στο τέλος του 2023 και στον ορίζοντα του 2024 και η περίοδος της κρίσης έχει λάβει τέλος.

Tου Τζον Κεμπ, αναλυτή αγορών του Reuters

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ