Oι επιτελείς στο υπουργείο Οικονομίας και στον ΟΔΔΗΧ, ετοιμάζουν κινήσεις σε τρία μέτωπα για την ταχύτερη αποκλιμάκωση του υψηλού δημόσιου χρέους  από το 2024, προκειμένου αυτό να μη αποτελεί εμπόδιο για την ελληνική οικονομία, απορροφώντας υψηλά ποσοστά δαπανών για την εξυπηρέτησή του, ειδικά μετά το 2034, όταν ξεκινά η αποπληρωμή δανείων από το 3ο Μνημόνιο.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, στόχος είναι το ελληνικό χρέος να βρεθεί κάτω από την πήχη του 135% του ΑΕΠ έως το 2026 από το 152,2% το 2024 και στη συνέχεια να υποχωρήσει για πρώτη φορά κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2032, που αποτελεί ψυχολογικό «φράγμα», ώστε να δανείζεται φθηνότερα.

Το βασικό σενάριο για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους στηρίζεται στην πρόβλεψη ότι ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι πάνω από 1,5%, η ταχύτητα του πληθωρισμού θα κυμανθεί μεταξύ 2,1% και 2,4% και τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι 2,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, επίπεδο που θεωρείται επαρκές για την αποπληρωμή των τόκων, που υπολογίζονται σε 5 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Να σημειωθεί ότι το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που εστάλη στις Βρυξέλλες προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,3% του ΑΕΠ για το 2025 και 2,5% του ΑΕΠ για το 2026, έτος κατά το οποίο οι ετήσιες μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες, που θεωρούνται το «κλειδί» για τις ανάσες, θα σημειώσουν σημαντική πτώση κάτω από 10% του ΑΕΠ από 15,2% του ΑΕΠ το 2022.

Τι περιλαμβάνει ο προγραμματισμός για τον επόμενο χρόνο


Σε επίπεδο κινήσεων, μετά την ολοκλήρωση της πρόωρης αποπληρωμής (στις 15 Δεκεμβρίου) δόσεων ύψους 5,3 δισ. ευρώ από τα διμερή δάνεια που λήγουν το 2024 και το 2025, ο προγραμματισμός τον επόμενο χρόνο περιλαμβάνει:

Νέες προεξοφλήσεις δανείων από το πρώτο μνημόνιο των 52,9 δισ. ευρώ, που θα πρέπει να αποπληρώσει η χώρα έως το 2040. Στο υπουργείο Οικονομικών έχουν ήδη ετοιμάσει το σχέδιο που θα καταθέσουν στην Κομισιόν για το νέο πρόγραμμα εξόφλησης δόσεων για το ανεξόφλητο υπόλοιπο του χρέος από την Ευρωζώνη, που αντιστοιχεί σε 32,3 δισ. ευρώ. Στα τέλη του 2032 λήγει η περίοδος «ρύθμισης» των δανείων του EFSF για το σκέλος των αναβαλλόμενων τόκων που θα πρέπει τότε να κεφαλαιοποιηθούν. Με δεδομένο ότι οι κίνδυνοι διαχείρισης του δημόσιου χρέους εμφανίζονται σημαντικά αυξημένοι μετά το 2023, καθώς η δομή του δημόσιου χρέους θα έχει μεταβληθεί, η αποκλιμάκωσή του φαίνεται να αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Λόγω της δαπάνης για τους αναβαλλόμενους τόκους, η καμπύλη του ελληνικού χρέους το 2033 κινείται ανοδικά, ενώ τον ίδιο χρόνο οι ανάγκες χρηματοδότησης εκτοξεύονται στα 12,3 δισ. ευρώ, από 6,1 δισ. ευρώ που είναι μόλις για το 2024.

Μείωση του ύψους των ταμειακών διαθεσίμων για την υποχώρηση του δημόσιου χρέους, όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και ως απόλυτο ποσό, καθώς το μέγεθός του παραμένει τρομακτικό, κινείται πάνω από τα 357 δισ. ευρώ, με το ΑΕΠ να ανέρχεται στα 224 δισ. ευρώ. Το 2023 θα κλείσει με υψηλά ταμειακά διαθέσιμα κοντά στα 39 δισ. ευρώ.

Μείωση του «στοκ» των εντόκων γραμματίων, που σημαίνει μικρότερο πρόγραμμα βραχυπρόθεσμου δανεισμού, με στόχο να επιμηκυνθεί η μέση διάρκεια αποπληρωμής του χρέους, που σήμερα ανέρχεται στα 17,7 χρόνια. Σύμφωνα με πληροφορίες, από το 2024 προγραμματίζεται μια πρώτη μείωση της τάξης του 20%, προκειμένου το απόθεμα των έντοκων γραμματίων να πέσει κάτω από ύψος των 11,8 δισ. ευρώ. Οι εκδόσεις θα παραμείνουν ίδιες, με τη διαφορά ότι ο ΟΔΔΗΧ θα ανανεώνει μόνο το ονομαστικό ποσό της κάθε έκδοσης.