Χαμηλώνει ο πήχυς των αυξήσεων στις συντάξεις κατά 0,15% από το αρχικό εκτιμώμενο ποσοστό 3,1% εξαιτίας της αρνητικής διαφοράς του πληθωρισμού, ωστόσο θα εκτοξευτούν από το 2025, καθώς αλλάζει ο τρόπος του υπολογισμού τους και θα συνδεθούν με τους μισθούς των εν ενεργεία υπαλλήλων.

Συντάξεις: 2,95% οι αυξήσεις το 2024

Κερδισμένοι θα είναι, κατά κύριο λόγο, οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί, καθώς και όσοι συνταξιοδοτηθούν μέσα στο 2024. Για το νέο έτος, πάντως, οι αυξήσεις θα κινηθούν σε ποσοστό 2,95%, μετά την αρνητική διαφορά της τάξης του 0,15% που προέκυψε από τις αυξήσεις που πήραν οι συνταξιούχοι το 2023 (7,75%), ενώ θα έπρεπε να έπαιρναν 7,6%.

Ο νόμος για τον καθορισμό των αυξήσεων προβλέπει ότι το ποσοστό κάθε επόμενου έτους διαμορφώνεται με βάση το άθροισμα πληθωρισμού και ανάπτυξης του προηγούμενου έτους διά του 2. Αν προκύψουν διαφορές στα τελικά μεγέθη που γνωστοποιούνται από την ΕΛΣΤΑΤ το φθινόπωρο, αυτές συμψηφίζονται με τις αυξήσεις του επόμενου έτους. Έτσι, η διαφορά μεταξύ αρχικής και τελικής αύξησης είναι -0,15%.

Από το 2025 οι αυξήσεις στις συντάξεις επανασυνδέονται με τους μισθούς των εν ενεργεία (νόμος Βρούτση) και θα λαμβάνονται υπόψη για την ανταποδοτική σύνταξη. Η αλλαγή συνίσταται στο γεγονός ότι, βάσει νόμου, η τιμαριθμοποίηση των μισθών από το 2002 και μετά δεν θα γίνεται με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που είναι η μέθοδος που θα ισχύει έως και το 2024, αλλά θα λαμβάνεται υπόψη ο Δείκτης Μεταβολής Μισθών για το σύνολο της οικονομίας.

Ο δείκτης αυτός θα δείχνει πόση ήταν η αύξηση του μέσου μισθού για το σύνολο της οικονομίας κάθε χρόνο από το 2002 και μετά και κατά την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Μισθών θα αναπροσαρμόζονται οι συντάξιμες αποδοχές των ασφαλισμένων που θα αποχωρούν από 1ης/1/2025 και μετά.

Οι μεγάλοι κερδισμένοι

Η αλλαγή από το 2025 θα ωφελήσει με υψηλότερη ανταποδοτική σύνταξη τους νέους συνταξιούχους, όπως προβλέπει η διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 24 του νόμου 4670/2020. Σύμφωνα με τον νόμο, οι υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, καθώς και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, τον χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης.

Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου ή λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού.

Για συντάξεις με έναρξη καταβολής από την 1η/1/2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την 1η/1/2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου ή λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1η/1/2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως δέκα (10) ετών ασφάλισης.

Ουσιαστικά, η προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα από το 2025 και εφεξής διενεργείται με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»