Με στόχο να αντλήσει 200 εκατ. ευρώ το Ελληνικό Δημόσιο βγαίνει αύριο στις αγορές με την επανέκδοση 10ετους ομολόγου.

Όπως ανακοίνωσε ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023 θα διενεργηθεί Δημοπρασία για την επανέκδοση Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, σταθερού επιτοκίου 4,25%, λήξης 15 Ιουνίου 2033, σε άυλη μορφή.

Σκοπός της επανέκδοσης είναι η ικανοποίηση της επενδυτικής ζήτησης και ταυτόχρονα η διευκόλυνση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων. 

Διαβάστε επίσης: Επιτόκια: Δεν είναι ακόμη ορατές οι μειώσεις παρά το κλίμα ευφορίας - Ανοδικά κινείται η αγορά ομολόγων

 Στόχος η άντληση 200 εκατ. ευρώ από το 10ετές ομόλογο

Το ποσό που θα δημοπρατηθεί θα είναι έως 200 εκατομμύρια ευρώ και η ημερομηνία διακανονισμού θα είναι η Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023 .

Στη δημοπρασία θα συμμετάσχουν μόνον Βασικοί Διαπραγματευτές (Β.Δ.) με υποβολή, μέσω της ΗΔΑΤ, αποκλειστικά μέχρι 5 ανταγωνιστικών προσφορών έκαστος, που θα πρέπει να υποβληθούν έως τη 12:00 μεσημβρινή (μ.μ.), τοπική ώρα, της 15ης Νοεμβρίου 2023. Πάντως το κλίμα στην δευτερογενή αγορά είναι θετικό με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να έχει υποχωρήσει για μία ακόμη φορά κάτω από το 4% μετά και την ευνοική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

 Τι επισημαίνει το ΔΝΤ

Το ΔΝΤ επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι η φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Ετσι παρά το υψηλό επίπεδο Δημοσίου Χρέους, η συνεχιζόμενη δημοσιονομική σύγκλιση, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αυξάνεται στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024, από το προβλεπόμενο 1,1% το 2023, θα βοηθούσε σε μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις πρόσθετες πιέσεις στον πληθωρισμό.

Στην δευτερογενή αγορά ομολόγων σήμερα και πιο συγκεκριμένα στο Ηλεκτρονικό Σύστημα Συναλλαγών (ΗΔΑΤ) της Τραπέζης της Ελλάδος καταγράφηκαν συναλλαγές ύψους 207 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 64 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε εντολές αγοράς.

Η απόδοση του Ελληνικού 10ετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 3,98% από 3,95% χθες έναντι 2,59% του αντίστοιχου Γερμανικού τίτλου, με αποτέλεσμα το περιθώριο να διαμορφωθεί στο 1,39%.