Δύο νέες ευνοϊκές ρυθμίσεις προετοιμάζει στο Ασφαλιστικό ο υπουργός Εργασίας, Άδωνις Γεωργιάδης. Αυτές αφορούν την αξιοποίηση του χρόνου από την εργασία των συνταξιούχων για επιπλέον (έως και κατά 120 € μεγαλύτερη) ή για δεύτερη σύνταξη, αλλά και την επέκταση στον ιδιωτικό τομέα της πρόβλεψης που υπάρχει για τις συντάξεις χηρείας στο Δημόσιο.

Με βάση αυτή τη ρύθμιση, η σύνταξη χηρείας θα περικόπτεται κατά 50% (αντί για 65%, όπως προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου για το Δημόσιο), στην περίπτωση που ο/η δικαιούχος απασχολείται ή συνταξιοδοτείται, επιλέγοντας μάλιστα σε ποια από τις αποδοχές του/της θα επιβληθεί.

Με τροπολογία

Στόχος του υπουργείου είναι οι αλλαγές να εισαχθούν υπό μορφή τροπολογίας στο εργασιακό νομοσχέδιο που αναμένεται να συζητηθεί εντός Σεπτεμβρίου στη Βουλή και θα προβλέπει:

  • 1. Την αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης των συνταξιούχων που εργάζονται, έτσι ώστε να μπορεί να υπολογιστεί ο παράλληλος χρόνος απασχόλησης των συνταξιούχων από τον ΕΦΚΑ, με στόχο από το νέο έτος να λαμβάνουν δεύτερη σύνταξη οι παλιοί ασφαλισμένοι, που έχουν κλείσει 15ετία σε δεύτερο εργοδότη, ή να προσμετράται ο ασφαλιστικός χρόνος για μεγαλύτερη σύνταξη στους υπόλοιπους. Το λογισμικό υπολογισμού στον ΕΦΚΑ είναι έτοιμο και η σχετική διάταξη νόμου, που δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, θα ξεκινήσει να γίνεται πράξη τον Ιανουάριο του 2024, προκειμένου να ικανοποιηθούν όσοι έχουν αιτηθεί ήδη προσαύξηση. Το μέτρο αφορά τόσο τις περιπτώσεις όπου γίνεται περικοπή της σύνταξης κατά 30%, λόγω εργασίας, όσο και τις περιπτώσεις όπου γίνεται αναστολή της σύνταξης. Συγκεκριμένα, σε συνταξιούχους από το 2016 και μετά, που έχουν συμπληρώσει μια πενταετία αμειβόμενης απασχόλησης, οι συντάξιμες αποδοχές αυξάνονται έως και κατά 120 € τον μήνα.
  • 2. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν. 4670/2020), οι καταβληθείσες εισφορές χρησιμοποιούνται για την προσαύξηση του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης και της επικουρικής σύνταξης των εργαζόμενων συνταξιούχων. Δηλαδή, ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιείται από τους απασχολούμενους συνταξιούχους μπορεί να αξιοποιηθεί για καταβολή επιπλέον ποσού στην κύρια και την επικουρική σύνταξη, τόσο στις περιπτώσεις όπου γίνεται περικοπή όσο και στις περιπτώσεις όπου γίνεται αναστολή της σύνταξης.
  • 3. Για την κύρια σύνταξη, χορηγείται ποσόν το οποίο προκύπτει με βάση τα ισχύοντα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές, φυσικά μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης ως συνταξιούχου.
  • 4. Για την επικουρική σύνταξη, χορηγείται ποσόν που προκύπτει με βάση τα ισχύοντα για τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση.
Πρόκειται να την ενοποίηση των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν για το Δημόσιο και στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα. Το θέμα είχε αναδείξει η «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», όμως η προωθούμενη διάταξη θα είναι πιο ευνοϊκή και δεν θα περικόπτει τις συντάξεις στο 35%, όπως ισχύει για το Δημόσιο.

Με την προωθούμενη διάταξη, θα προβλέπεται διπλός υπολογισμός στις συντάξεις χηρείας μετά την πρώτη 3ετία, ώστε στην περίπτωση που υπάρχει και δεύτερη σύνταξη να επιλέγουν οι ίδιοι οι συνταξιούχοι ποια από τις δύο θα μειωθεί κατά 50%, αντί της υποχρεωτικής περικοπής της σύνταξης χηρείας στο μισό, όπως ισχύει μετά τον νόμο Κατρούγκαλου για δικαιούχους συντάξεων χηρείας από 13/5/2016 και μετά.

► Έτσι, αν ένας συνταξιούχος έχει 800 ευρώ από τη δική του σύνταξη και 1.000 ευρώ από τη σύνταξη χηρείας, θα μπορεί να επιλέγει -μετά την πρώτη τριετία από την καταβολή της σύνταξης χηρείας- η μείωση κατά 50% να γίνει στα 800 ευρώ. Με την επιλογή αυτή, θα λαμβάνει 1.400 ευρώ συνολικά, αντί 1.300 ευρώ. Με το ισχύον καθεστώς (νόμος Κατρούγκαλου), η σύνταξη που θα κοπεί μετά την τριετία είναι υποχρεωτικά αυτή της χηρείας.

Πότε χορηγείται

Κατά την πρώτη -μετά την ημερομηνία θανάτου- 3ετία η σύνταξη ορίζεται στο 70% του ποσού που ελάμβανε (ή επρόκειτο να πάρει, εάν εργαζόταν) ο άμεσα ασφαλισμένος, ανεξαρτήτως εργασίας, συνταξιοδότησης ή οικογενειακού εισοδήματος του/της συζύγου. Απλώς, μετά την πάροδο τριών ετών, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% αυτής (σ.σ. στο 35% της σύνταξης του θανόντος) στις περιπτώσεις εργασίας ή συνταξιοδότησης εξ ιδίου δικαιώματος του συζύγου.

Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου συζύγου δεν εργάζεται με πλήρη ασφάλιση, η σύνταξη θα μειώνεται κατά 50% μόνο για τις συγκεκριμένες ημέρες που εργάζεται και μόνο για το σύνολο του μήνα που αυτοαπασχολείται. Σε περίπτωση που πέραν του χήρου επιζώντος συζύγου υπάρχει και διαζευγμένος σύζυγος δικαιούμενος και αυτός σύνταξη λόγω θανάτου, τότε το 70% της σύνταξης επιμερίζεται σε ποσοστό 75% για τον χήρο και 25% για τον διαζευγμένο, όταν υπήρχε γάμος διάρκειας δέκα ετών πριν από τη διάλυση.

Για κάθε επιπλέον έτος έγγαμου βίου του διαζευγμένου, πέραν του 10ου και μέχρι και του 35ου, η σύνταξη του διαζευγμένου αυξάνεται κατά 1% και μειώνεται αναλόγως κατά 1% η σύνταξη του χήρου, και σε περίπτωση διάρκειας του έγγαμου βίου του διαζευγμένου πέραν των 35 ετών, η σύνταξη λόγω θανάτου επιμερίζεται κατά ποσοστό 50% στον καθένα.

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 5 Σεπτεμβρίου.