Σε νέα αύξηση επιτοκίων προχώρησε την Πέμπτη η ΕΚΤ, επιμένοντας στις 50 μονάδες βάσης και επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις του προηγούμενου διαστήματος.

Η νέα αύξηση σημειώνεται εν μέσω της τρικυμίας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τις καταρρεύσεις τραπεζικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ, αλλά και το sell off που πυροδότησαν στις αγορές τα προβλήματα στην Credit Suisse.

Σημειώνεται ότι αυτή είναι η τρίτη διαδοχική αύξηση κατά 50 μ.β. από την ΕΚΤ και η έκτη συνολικά από τον Ιούλιο του 2022.

Συνολικά οι αυξήσεις που έκανε η ΕΚΤ από το καλοκαίρι και μετά αγγίζουν τις 350 μονάδες βάσης, σε μία επιθετική προσέγγιση που δεν έχει έως τώρα προηγούμενο στην ιστορία της ευρωζώνης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το ανακοινωθέν της ΕΚΤ:
«Ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με την αποφασιστικότητά του να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.

Το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας ενισχύει τη σημασία μιας προσέγγισης που εξαρτάται από τα δεδομένα για τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής, η οποία θα καθορίζεται από την εκτίμησή του για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και τη δύναμη της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.

Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είναι έτοιμο να ανταποκριθεί όπως απαιτείται για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, με ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας.

Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί, και για να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.

Οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ οριστικοποιήθηκαν στις αρχές Μαρτίου πριν από την πρόσφατη εμφάνιση εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ως εκ τούτου, αυτές οι εντάσεις συνεπάγονται πρόσθετη αβεβαιότητα γύρω από τις βασικές εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη. Πριν από αυτές τις τελευταίες εξελίξεις, η βασική πορεία για τον μετρούμενο πληθωρισμό είχε ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, κυρίως λόγω της μικρότερης συμβολής των τιμών της ενέργειας από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως.

Το προσωπικό της ΕΚΤ βλέπει τώρα τον πληθωρισμό κατά μέσο όρο 5,3% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,1% το 2025. Ταυτόχρονα, οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων συνέχισε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο και το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 4,6% το 2023, ποσοστό υψηλότερο από αυτό που προβλεπόταν στις προβλέψεις του Δεκεμβρίου.

Στη συνέχεια, προβλέπεται να μειωθεί στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% το 2025, καθώς οι ανοδικές πιέσεις από προηγούμενες κρίσεις προσφοράς και το άνοιγμα της οικονομίας εξασθενούν και καθώς η αυστηρότερη νομισματική πολιτική μειώνει ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση.

Οι βασικές προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 έχουν αναθεωρηθεί έως και 1,0% κατά μέσο όρο ως αποτέλεσμα τόσο της πτώσης των τιμών της ενέργειας όσο και της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας στο απαιτητικό διεθνές περιβάλλον. Στη συνέχεια, το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί περαιτέρω, στο 1,6%, τόσο το 2024 όσο και το 2025, υποστηριζόμενη από μια ισχυρή αγορά εργασίας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, η ανάκαμψη της ανάπτυξης το 2024 και το 2025 είναι ασθενέστερη από ό,τι προβλεπόταν τον Δεκέμβριο, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.


Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης. Αντίστοιχα, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 3,50%, 3,75% και 3,00% αντίστοιχα, με ισχύ από τις 22 Μαρτίου 2023.


Το μέλλον των APP και PEPP

Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει όλες τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν. Η μείωση θα ανέλθει στα 15 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος Ιουνίου 2023 και ο μετέπειτα ρυθμός της θα καθοριστεί με την πάροδο του χρόνου.

Όσον αφορά το PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις κύριες πληρωμές από τίτλους που λήγουν στο πλαίσιο του προγράμματος μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετατροπή του χαρτοφυλακίου PEPP θα γίνει για να αποφευχθεί η παρέμβαση στο κατάλληλη νοµισµατική πολιτική.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.


Πράξεις αναχρηματοδότησης

Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που έχουν δανειστεί στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά τον τρόπο με τον οποίο οι στοχευμένες δανειοδοτικές πράξεις συμβάλλουν στη στάση της νομισματικής του πολιτικής.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα στο πλαίσιο της εντολής του για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.

Η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί.

Επιπλέον, το Μέσο Προστασίας Μεταδόσεων είναι διαθέσιμο για την αντιμετώπιση αδικαιολόγητων, άτακτων δυναμικών της αγοράς που αποτελούν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει αποτελεσματικότερα την εντολή του για τη σταθερότητα των τιμών».