Μεγάλες ανατροπές στην πραγματική οικονομία φέρνουν τα αυξημένα επιτόκια και οι επιπτώσεις της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρχίζουν να γίνονται αισθητές. Τους τελευταίους μήνες, οι Ευρωπαίοι εμφανίζουν δύο τάσεις που θα μπορούσαν να αποτελούν αξιόπιστους οιωνούς ύφεσης. Η πρώτη είναι η μεγάλη αύξηση του ενδιαφέροντος για προθεσμιακές καταθέσεις και η δεύτερη είναι η σημαντική μείωση της ζήτησης για νέα δάνεια, όσο το χρήμα ακριβαίνει.

Οι πολίτες σε Ελλάδα και Ευρώπη βλέπουν επιτέλους τα επιτόκια των καταθέσεων να ξεκολλούν από το 0%, να διπλασιάζονται μέσα σε έναν μήνα και να φτάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις στο 3%. Δικαιολογημένα, λοιπόν, προτιμούν να τοποθετούν τις αποταμιεύσεις τους σε προγράμματα προθεσμιακών, καθώς για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια τα επιτόκια διαγράφουν ανοδική πορεία και αποφέρουν σχετικά ικανοποιητικές αποδόσεις. Τα χρήματα που «κλειδώνουν» σε προθεσμιακές είναι ρευστότητα που θα λείψει από το σύστημα και η έλλειψή της θα επιφέρει μικρό ή μεγαλύτερο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα.

Το δεύτερο κανάλι μέσω του οποίου μειώνεται η ρευστότητα στην οικονομία είναι τα δάνεια. Οσο τα επιτόκια αυξάνονται, τόσο ακριβαίνει το χρήμα, με αποτέλεσμα να μειώνεται δραματικά η ζήτηση για στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια. Τα νέα στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν ότι μετά την απότομη πτώση του 2022 η προσφορά χρήματος «M1» υποχώρησε σημαντικά και τον πρώτο μήνα του 2023. Οικονομολόγοι και αναλυτές βλέπουν τον δείκτη «M1» να εμφανίζει συρρίκνωση (-0,7%) σε ετήσια βάση για πρώτη φορά από το 1981, όταν ξεκίνησε η καταγραφή των στοιχείων. Η προσφορά χρήματος «Μ1» περιλαμβάνει τα νομίσματα σε κυκλοφορία και τις απλές καταθέσεις ταμιευτηρίου. Αντανακλά επομένως τις πιο ρευστοποιήσιμες μορφές του χρήματος, περιουσιακά στοιχεία που μπορούν άμεσα να μετατραπούν σε μετρητά.

Η μεγάλη ανατροπή στην προσφορά χρήματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συνεχώς αυξανόμενη τάση μετατροπής των απλών καταθέσεων σε προθεσμιακές. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις της ευρωζώνης αύξησαν τις προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας έως δύο ετών κατά 30% τον Ιανουάριο. Παράλληλα με τον «M1», και ο ευρύτερος δείκτης προσφοράς χρήματος «Μ3» εξασθένησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων οκτώ ετών τον Ιανουάριο. Αιτία ήταν η απότομη πτώση της ζήτησης για νέο δανεισμό. Εκτός από τον δανεισμό προς τις κυβερνήσεις, που μειώνεται λόγω του τερματισμού του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (Q.E.), και τα νέα δάνεια από τις εμπορικές τράπεζες προς τον ιδιωτικό τομέα ακολουθούν εντυπωσιακά πτωτική πορεία. Ο καθαρός δανεισμός προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά βίας διαμορφώνεται σε θετικό έδαφος τους τελευταίους μήνες.

Το ενδιαφέρον του ιδιωτικού τομέα για νέα δάνεια αποτελεί κατά παράδοση ένα ισχυρό χαρτί για την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας και η πιστωτική ώθηση σχετίζεται με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Σήμερα, η μεγάλη πτώση της ζήτησης συνάδει με απότομη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και ύφεση. 

Ελλάδα

Ο άτυπος ανταγωνισμός των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών για την προσέλκυση καταθέσεων μέσα στο 2023 έχει ως αποτέλεσμα να προσφέρονται υψηλά επιτόκια, που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε στη χώρα μας. Το επιτόκιο μιας κατάθεσης μπορεί να φτάσει έως το 3%, αν είναι νέα προθεσμιακή κατάθεση στην Εθνική Τράπεζα, με διάρκεια 15 μήνες και ελάχιστο ποσό τα 10.000 ευρώ, ενώ το πρόγραμμα «Alpha Πρόοδος Plus» της Alpha Bank δίνει επίσης 3% για ποσά άνω των 30.000 ευρώ και για διάρκεια 12 ή 24 μήνες. Στο 2,75% φτάνει το επιτόκιο του προγράμματος «Αυξάνω» της Τράπεζας Πειραιώς και στο 2,5% αυτό του προγράμματος «Με ευελιξία» της Eurobank.

Ανάλογη είναι η εικόνα και στα δάνεια, όπου παρατηρείται σημαντική επιβάρυνση στις δόσεις των υφιστάμενων δανείων και άνοδος των επιτοκίων στις νέες χορηγήσεις. Τη μεγαλύτερη επιβάρυνση έχουν τα δάνεια που χορηγήθηκαν μέσα στην κρίση της περασμένης δεκαετίας λόγω του υψηλού spread, ενώ μικρότερη αύξηση της δόσης βλέπουν οι δανειολήπτες που πήραν δάνειο πριν από το 2010. Για ένα νέο στεγαστικό δάνειο, το επιτόκιο διαμορφώνεται ενδεικτικά κοντά στο 4,5%, καθώς το Εuribor τριμήνου στο οποίο βασίζεται πλησιάζει πλέον το επίπεδο του 2,7%, όταν στις αρχές του 2022 ήταν αρνητικό, στο -0,57%. Αν σε κάτι μπορεί κανείς να υποθέσει βάσιμα ότι θα διαφοροποιηθεί η χώρα μας, είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης, καθώς οι προγραμματισμένες επενδύσεις με εξασφαλισμένη φθηνή χρηματοδότηση από τα 12 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια είναι ικανές να κάνουν τη διαφορά.

Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 4/3