Κατακερματισμός των χρεώσεων τραπεζικών συναλλαγών, και δη των ηλεκτρονικών, για τις οποίες υπάρχει «ενιαία γραμμή» (όχι σε επίπεδο χρεώσεων, αλλά σε επίπεδο χειρισμού τιμολόγησης) στις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες για λόγους λειτουργικότητας, ασφάλειας και διαφάνειας, επικρατεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Από τη μια πλευρά, η διαφοροποίηση σε επίπεδο κοστολόγησης των συναλλαγών μπορεί να ερμηνευθεί θετικά, καθώς λειτουργεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός και δεν δημιουργείται καρτέλ. Από την άλλη, όμως, ο καταναλωτής έρχεται αντιμέτωπος με υπέρογκες προμήθειες, που, έστω και αν είναι χαμηλότερες άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, καταλήγουν να βαραίνουν περισσότερο την τσέπη του.

Το μοντέλο

Αυτό καταλήγει να συμβαίνει διότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες εφαρμόζουν μοντέλο διαχείρισης του λογαριασμού του πελάτη. Δηλαδή, ο πελάτης έχει ένα πακέτο χρεώσεων, που επιβαρύνει τον λογαριασμό του μηνιαίως (φθηνότερο το απλό πακέτο, ακριβότερο το πακέτο για έναν λογαριασμό με περισσότερες παροχές), το οποίο όμως περιλαμβάνει και δωρεάν συναλλαγές.

Για παράδειγμα, δωρεάν χορήγηση κάρτας, απεριόριστες κινήσεις ή άλλες εκπτώσεις και, κυρίως, δωρεάν μεταφορά πίστωσης από λογαριασμό μιας τράπεζας σε άλλη εντός της ίδιας χώρας, αλλά και εκτός της χώρας εντός ευρωζώνης. Στην Ελλάδα, ενδεικτικά, η μεταφορά πίστωσης από μια τράπεζα σε άλλη χρεώ νεται έως 3 ευρώ. Αν, δηλαδή, κάποιος έχει λογαριασμό στη X τράπεζα και θέλει να καταβάλει το ενοίκιό του στον λογαριασμό του εκμισθωτή που είναι στην Ψ τράπεζα, επιβαρύνεται με κόστος συναλλαγής 3 ευρώ (το οποίο μπορεί, όμως, να επιλέξει να χρεώσει στον παραλήπτη της κατάθεσης).

Παντού λογαριασμός

Γίνεται, έτσι, αντιληπτό ότι ο καταναλωτής «υποχρεώνεται» να τηρεί λογαριασμούς σε όλες τις τράπεζες, αν θέλει να μην επιβαρύνεται με χρεώσεις για μεταφορά πίστωσης. Ρίχνοντας κανείς μια ματιά στις ιστοσελίδες ευρωπαϊκών τραπεζών για τις χρεώσεις τους, βλέπει, ενδεικτικά, ότι η Deutsche Bank (πίνακας χρεώσεων που ισχύουν από 15 Αυγούστου 2022) χρεώνει από 6,90 έως 13,90 ευρώ ως έξοδα διαχείρισης λογαριασμού (εξαιρούνται οι λογαριασμοί νέων, που δεν επιβαρύνονται) και προσφέρει δωρεάν από μία έως δύο χρεωστικές κάρτες, αλλά και έως δύο πιστωτικές κάρτες στην περίπτωση του ακριβού πακέτου χρέωσης.

Χρεώνει με 0,75 ευρώ τις συναλλαγές μεταφοράς χρημάτων μέσω SEPA (Ενιαίου Χώρου Ευρωπαϊκών Πληρωμών) και με 0,35 ευρώ τις μεταφορές και πληρωμές όταν γίνονται διαδικτυακά. Η BNP Paribas χρεώνει μηνιαίο κόστος διαχείρισης λογαριασμού 2,50 ευρώ για καταναλωτές που διαμένουν στη Γαλλία και 5 ευρώ εκτός Γαλλίας, αλλά στην ευρωζώνη (τα ποσά αυξάνονται σε 10 και 15 ευρώ για διαμονή πελάτη εκτός Ε.Ε., αντίστοιχα). Το πακέτο περιλαμβάνει τρεις δωρεάν αναλήψεις τον μήνα, δωρεάν επανέκδοση PIN σε συγκεκριμένη κάρτα, τη Visa Infinite, ειδάλλως η επανέκδοση PIN χρεώνεται με 9 ευρώ ή με 15 ευρώ, αν ζητηθεί επανέκδοση κάρτας πριν από τη λήξη της.

Περί συγκρίσεων

Γενικά, αν και διαφοροποιούνται τιμολογιακά και, εξ αυτού του λόγου, είναι πρακτικά αδύνατον να γίνουν συγκρίσεις, οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες ομαδοποιούν τις υπηρεσίες τους και τις χρεώνουν σε μηνιαία βάση, οπότε εναπόκειται στον καταναλωτή να επιλέξει πακέτο χρεώσεων. Προς το μοντέλο πακέτου χρεώσεων συναλλαγών οδεύουν ολοταχώς και οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εφαρμόζουν ήδη την τακτική αυτή στις επιχειρήσεις-πελάτες τους.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 10 Δεκεμβρίου 2022.