Δεν υπάρχει µόνο άσπρο - µαύρο. Υπάρχει και η ζώνη του γκρι και εκεί φαίνεται πως κινείται το τραπεζικό σύστηµα στο σηµερινό, δύσκολο και ιδιαίτερο γεωπολιτικό και µακροοικονοµικό περιβάλλον. Προβλέψεις γίνονται µετά δυσκολίας και για µικρά χρονικά διαστήµατα, ενώ τα ρίσκα εναλλάσσονται µε τις προκλήσεις.

Και επειδή πράγµατι ισχύει το «ουδέν κακόν αµιγές καλού», δεν είναι λίγα και τα θετικά που συµβαίνουν στο σύστηµα, µε κυρίαρχα στοιχεία την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, την οργανική κερδοφορία, τη σηµαντική µείωση των «κόκκινων» δανείων και την οµαλή συµπεριφορά των νέων πιστώσεων. Οµως το άγνωστο σε διάρκεια και βάθος της τρέχουσας κρίσης δηµιουργεί µια εύλογη ανησυχία, σίγουρα όχι πανικό, που λειτουργεί περισσότερο στη λογική της εγρήγορσης και της λήψης µέτρων άµυνας.

Καμία ένδειξη

«Θα συνεχίσουν να είναι ενήµερα τα νέα δάνεια;», αναρωτιούνται οι τραπεζίτες, οι οποίοι όµως δεν έχουν, προς το παρόν τουλάχιστον, καµία ένδειξη για φαινόµενα επισφαλειών. Και µάλιστα µόνο ένα ποσοστό της τάξεως του 5% διαµορφώνει το λεγόµενο re-default, δηλαδή το να ξαναγυρίσει σε «κόκκινο» δάνειο ρυθµισµένο, που βγήκε από µορατόρια ή άλλα προγράµµατα (τύπου «Γέφυρα»). Παρά τις θετικές προοπτικές που δικαιολογούν την όποια αισιοδοξία, το θερµόµετρο στις συσκέψεις και στον προγραµµατισµό των τραπεζών ανεβαίνει, ανεξαρτήτως του καύσωνα.


Οµάδες εργασίας θέτουν επί τάπητος τις προτεραιότητες και τις µεγάλες προκλήσεις, µετρούν κινδύνους και συναποφασίζουν ποια πολιτική θα είναι η βέλτιστη. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, σοβαρός είναι ο προβληµατισµός σχετικά µε τα σχέδια των τραπεζών για τις εκδόσεις οµολόγων στο πλαίσιο του MREL (Ελάχιστες Απαιτήσεις Επιλέξιµων Ιδίων Κεφαλαίων), που, όπως πάνε τα πράγµατα, δεν αποκλείεται να ανασταλούν για το επόµενο εξάµηνο, µεταθέτοντας τις εκκρεµότητες αυτές για το 2023. Σε αυτό το κλίµα κινήθηκε η έκθεση της Fitch για την Ευρώπη του Νότου και τις ελληνικές τράπεζες, αν και δεν έχει δοθεί, προς το παρόν, αντίστοιχο µήνυµα από τον Eυρωπαίο επόπτη.

Μαξιλάρια ασφαλείας

Προφανώς, λοιπόν, οι τράπεζες δεν θα πάνε να εκδώσουν οµόλογα µε επιτόκια υπερδιπλάσια του κόστους µε το οποίο δανείζονταν έως τώρα. Κάθε µία τράπεζα, σε συνεργασία µε την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, έχει ένα συγκεκριµένο πλάνο προγραµµατισµένων εκδόσεων για να καλύψει τα λεγόµενα «µαξιλάρια ασφαλείας». Επειδή η υποχρέωση αυτή λήγει στο τέλος του 2025, δεν έχουν την ανάγκη να δανειστούν µε κάθε κόστος. Ετσι, αν όλη η αγορά είχε προγραµµατίσει να αντλήσει περί τα 2,5 δισ. ευρώ από τις διεθνείς χρηµαταγορές, θα παγώσει τις εκδόσεις για καλύτερες ηµέρες.

Εχει, θεωρητικά, το χρονικό περιθώριο να το κάνει… Από την άλλη πλευρά, συνεχίζεται µε κανονικό και οµαλό ρυθµό η εξυγίανση των ισολογισµών από τα «κόκκινα» δάνεια. Ηδη οι δύο από τις τέσσερις µεγάλες συστηµικές τράπεζες τρέχουν µε µονοψήφιο ποσοστό NPEs (Μη Εξυπηρετούµενα Ανοίγµατα) από το τέλος του 2021 - στόχο που αναµένεται να επιτύχουν και οι έτεροι δύο τραπεζικοί όµιλοι πριν εκπνεύσει το 2022.

Σκοντάφτουν

Αν και είναι ενθαρρυντική η σύγκριση των αριθµών, όπου από το ιστορικά υψηλό του Μαρτίου 2016, µε τα NPLs να είναι στην κορυφή των 107,7 δισ. ευρώ (και µάλιστα σε ατοµική βάση τραπεζών, όχι σε επίπεδο οµίλου), µειώθηκαν τον Μάρτιο φέτος στα 17,7 δισ. ευρώ, υπάρχει ακόµα δρόµος. Κι αυτό διότι στην Ελλάδα το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούµενων Ανοιγµάτων είναι 12,1% του συνόλου, έναντι µόλις 2% του ευρωπαϊκού µέσου όρου. Κάτι που επισήµανε µόλις πριν από λίγες ηµέρες ο πρώην πρωθυπουργός και επίτιµος διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Λουκάς Παπαδήµος, στέλνοντας από πλευράς του το δικό του µήνυµα αδιάλειπτης επαγρύπνησης.

Είναι το ίδιο σηµείο στο οποίο «σκοντάφτουν» οι αναλυτές ξένων οίκων στα reports τους για τις ελληνικές τράπεζες, αν και αναγνωρίζουν και την προσπάθεια που έχει συντελεστεί, παρά τις δυσκολίες, και το γεγονός ότι, παρ’ όλα αυτά, οι τράπεζες της χώρας παρουσιάζουν εξαιρετικά υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Ακόµα κι αν οι δείκτες αυτοί εµφανίζουν µικρή µείωση, παραµένουν σε υψηλά επίπεδα και αντανακλούν την ισχύ και τη δυναµικότητα των τραπεζικών τίτλων.

Κερδοφορία

Στα προσεχώς και εν αναµονή της θετικής επίδρασης στην οικονοµία και στις επενδύσεις που αναµένεται να πυροδοτήσει η χρηµατοδότηση από τους πόρους του Ταµείου Ανάκαµψης (ήδη ενεργοποιήθηκε και ο δεύτερος πυλώνας, πλην των δανείων, αυτός των επιδοτήσεων), οι τράπεζες επικεντρώνονται στα του οίκου τους και στην αύξηση της οργανικής τους κερδοφορίας. Βασική πηγή προς την κατεύθυνση αυτή είναι ο πολλαπλασιασµός των εσόδων από τόκους και προµήθειες. Ειδικά η πρώτη κατηγορία θα αποφέρει σύντοµα καρπούς, καθώς συνάδει και µε το περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων -έπειτα από σειρά ετών αρνητικών αποδόσεων-, αλλά και µε το στίγµα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Προληπτικά σχέδια

Μάλιστα, µε την πλειονότητα των στεγαστικών ή επιχειρηµατικών δανείων να είναι σε κυµαινόµενο επιτόκιο, η αυτόµατη αναπροσαρµογή του, ανάλογα µε τις σταδιακές αυξήσεις της ΕΚΤ, θα εισφέρει άµεσα περισσότερα έσοδα από τόκους. Η αβεβαιότητα για την εξέλιξη της ενεργειακής (και επισιτιστικής) κρίσης, η γεωπολιτική ένταση, ο πόλεµος και οι δευτερογενείς επιπτώσεις του στην αλυσίδα εφοδιασµού και την οικονοµία είναι στα θέµατα ηµερήσιας ατζέντας στις τράπεζες. Εξ ου και τα προληπτικά σχέδια θωράκισης των οµίλων.



*Δημοσιεύτηκε στο Money Pro στις 23 Ιουλίου 2022.