Μείωση των συντάξεων κατά 21,9% και αύξηση του εργασιακού βίου κατά 6,6 χρόνια θεωρεί ως απαραίτητες αλλαγές για τη διατήρηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού, με δεδομένη την επιβάρυνση που θα δεχθεί από την κλιμακούμενη γήρανση του πληθυσμού, η Κομισιόν.

Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιεύει το capital, για τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, η Κομισιόν περιγράφει την εξέλιξη της γήρανσης του πληθυσμού και για την Ελλάδα και επιβεβαιώνει ότι ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται να μειωθεί 2,1 εκατομμύρια ως το 2070, από τα 10,7 εκατομμύρια το 2019, στα 8,6 εκατομμύρια.

Παράλληλα προβλέπει ακόμη ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός (δηλαδή ο πληθυσμός ηλικίας 20 έως 64 ετών), αναμένεται να μειωθεί κατά 2,02 εκατομμύρια, από τα 6,25 εκατομμύρια το 2019, στα 5,81 εκατομμύρια ως το 2030, στα 5,25 εκατομμύρια το 2040, στα 4,7 εκατομμύρια το 2050, στα 4,5 εκατομμύρια το 2060 και στα 4,32 εκατομμύρια το 2070. Την ίδια περίοδο, τα άτομα ηλικίας από 55 -64 ευρώ αναμένεται να αυξηθούν ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού κατά 2,6%, ξεκινώντας από το 22,3% το 2019 στο 24,9% το 2070. Τα άτομα άνω των 65 ετών που θα εξαρτώνται από 100 άτομα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, από 38 που ήταν το 2019 αναμένεται να φτάσουν τα 64 το 2070.

Ποιες είναι οι αναγκαίες οι προσαρμογές στις βασικές παραμέτρους

Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δέχεται το σενάριο των ελληνικών αρχών για την εξέλιξη των δημόσιων δαπανών για τις συντάξεις που προβλέπει ότι από το 15,7% του ΑΕΠ το 2019, θα μειωθούν στο 13,8% του ΑΕΠ το 2030 για να αυξηθούν οριακά στο 14% του ΑΕΠ το 2040 και να μειωθούν ξανά στο 13,6% του ΑΕΠ το 2050, στο 12% του ΑΕΠ το 2060 και στο 11,9 % το 2060. Ωστόσο για να υλοποιηθεί, θα απαιτήσει αύξηση του εργασιακού βίου και μείωση του ύψους των συντάξεων αν δεν θέλουμε να δούμε τις δαπάνες για συντάξεις να απειλούν τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Συγκεκριμένα:

– Η υλοποίηση του βασικού σεναρίου προϋποθέτει ότι το μέσο ποσοστό αναπλήρωσης (δηλαδή το ύψος των συντάξεων) θα πρέπει να μειωθεί κατά 21,9% τα επόμενα χρόνια. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει από το 65,4% που ήταν το 2019 να μειωθεί στο 61,7% το 2030, στο 54,3% το 2040, στο 47,4% το 2050, στο 43,3% το 2060 και να σταθεροποιηθεί στο 43,5% το 2070. Η μη αλλαγή των ποσοστών αναπλήρωσης, όπως τονίζεται, θα έχει συνέπεια τη μέση ετήσια αύξηση των δαπανών για το ασφαλιστικό σύστημα κατά περίπου 4% του ΑΕΠ.

Η δεύτερη παράμετρος που θα πρέπει να αλλάξει σύμφωνα με την Επιτροπή είναι η διάρκεια του εργασιακού βίου. Για να διατηρηθεί η ισορροπία στο ασφαλιστικό ο εργασιακός βίος θα πρέπει να επιμηκυνθεί τα επόμενα 50 χρόνια κατά 6,6 χρόνια, από τα 31,2 χρόνια που ήταν σε μέσα επίπεδα το 2019, στα 37,8 χρόνια ως το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου. Μάλιστα τονίζεται ότι η Ελλάδα μαζί με το Λουξεμβούργο, είχαν το 2019 από τα χαμηλότερα όρια εργασιακού βίου. Μια μικρότερη αύξηση του εργασιακού βίου, προβλέπει ότι θα αυξήσει σε μέση ετήσια βάση τις δαπάνες για συντάξεις κατά 2% του ΑΕΠ.

Η ενσωμάτωση των μεταναστών στην αγορά εργασίας

Ειδική παράμετρο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί η μετανάστευση και το ποσοστό ενσωμάτωσης στην αγορά εργασίας όσων αποφασίζουν να ζήσουν στη χώρα μας. Η Κομισιόν εκτιμά ότι οι 13.700 μετανάστες οι οποίοι ενσωματώθηκαν το 2019, θα μειωθούν στους 11.600 το 2030 για να αυξηθούν στις 16.000 το 2040 και θα είναι πάνω από 20.000 τα επόμενα 30 χρόνια.

Λόγω του μικρού σχετικά αριθμού μεταναστών που μπορούν να ενσωματωθούν στην αγορά εργασίας – και φυσικά να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές- μια μείωση κατά 33% της μετανάστευσης εκτιμάται ότι θα αυξήσει τις δαπάνες για συντάξεις σε μέση ετήσια βάση κατά 0,5% του ΑΕΠ.