Ακριβώς όπως μερικοί ασθενείς που αναρρώνουν από κοροναϊό πάσχουν από μακροχρόνια συμπτώματα, καθίσταται σαφές ότι το ίδιο θα ισχύσει και για την παγκόσμια οικονομία μόλις εξασθενήσει η φετινή ανάκαμψη.

Όπως αναφέρει ανάλυση του «Bloomberg», ενώ τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της κρίσης, ύψους 26 τρισ. δολ., και η άφιξη εμβολίων τροφοδότησαν μια ταχύτερη ανάκαμψη από ό,τι ανέμεναν πολλοί, η «κληρονομιά» της… αναισθητοποιημένης εκπαίδευσης, η καταστροφή θέσεων εργασίας, τα… πολεμικά επίπεδα χρέους και η διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ φυλών, φύλων, γενεών και γεωγραφιών αναμένεται να αφήσει διαρκείς ουλές, οι περισσότερες εκ των οποίων στις φτωχότερες χώρες.
«Είναι πολύ εύκολο μετά από ένα εξαντλητικό έτος ή και περισσότερο να αισθάνεσαι πραγματικά ανακουφισμένος ότι τα πράγματα επανέρχονται στον δρόμο τους», δήλωσε η Vellore Arthi του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, η οποία εξέτασε τη μακροπρόθεσμη υγεία και την οικονομική κρίση από προηγούμενες κρίσεις. «Αλλά πολλά από τα αποτελέσματα που βλέπουμε ιστορικά διαρκούν συχνά για δεκαετίες και δεν αντιμετωπίζονται εύκολα».

Συνολικά, η μείωση του ΑΕΠ κατά το περσινό έτος ήταν η μεγαλύτερη μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) εκτιμά ότι κόστισε 255 εκατομμύρια θέσεις πλήρους απασχόλησης. Οι ερευνητές στο Pew Research Center εκτιμούν ότι η παγκόσμια μεσαία τάξη συρρικνώθηκε για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1990.

Την ίδια ώρα, το κόστος του κοροναϊού θα επιβαρύνει τις χώρες με άνισο τρόπο. Ένας πίνακας αποτελεσμάτων 31 μετρήσεων σε 162 χώρες που διαμόρφωσε η Oxford Economics Ltd. επεσήμανε τις Φιλιππίνες, το Περού, την Κολομβία και την Ισπανία ως τις οικονομίες που είναι πιο ευάλωτες σε μακροχρόνιες «ουλές». Η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νορβηγία, η Γερμανία και η Ελβετία θεωρήθηκαν ως οι χώρες στις καλύτερες θέσεις.

«Η επιστροφή στα προ-Covid επίπεδα θα πάρει χρόνο», δήλωσε η Carmen Reinhart, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας. «Οι συνέπειες του κοροναϊού δεν πρόκειται να αντιστραφούν σε πολλές χώρες. Απέχουμε πολύ από αυτό», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.

Άνισο το κόστος

Όπως σημειώνει το «Bloomberg», δεν θα επηρεαστούν εξίσου όλες οι χώρες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα επηρεαστούν λιγότερο από τον ιό φέτος και μετά, ενώ οι χώρες χαμηλού εισοδήματος και οι αναδυόμενες αγορές θα «υποφέρουν» περισσότερο - σε αντίθεση με το 2009, όταν τα πλούσια κράτη δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα.

Με το ΑΕΠ των ΗΠΑ το επόμενο έτος να είναι ακόμη υψηλότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί πριν από το ξέσπασμα του κοροναϊού, χάρη σε μέτρα τόνωσης της οικονομίας ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων, οι προβλέψεις του ΔΝΤ δείχνουν λίγα υπολειπόμενα σημάδια από την πανδημία για την Νο 1 οικονομία του κόσμου.
Η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε σε μια έκθεση τον Ιανουάριο για «μια δεκαετία παγκόσμιων απογοητεύσεων ανάπτυξης», εκτός εάν ληφθούν διορθωτικά μέτρα. Εκτίμησε ότι η παγκόσμια παραγωγή βρίσκεται σε τροχιά να είναι κατά 5% χαμηλότερη έως το 2025 σε σχέση με την προ-πανδημίας τάση.

Ειδικοί, συμπεριλαμβανομένης της Arthi, λένε ότι δεν θα υπάρξει χαμένη δεκαετία εάν ληφθούν τα σωστά μέτρα πολιτικής, ειδικά στους τομείς της επανεκπαίδευσης των εργαζομένων και στήριξης εκείνων που πλήττονται περισσότερο από την κρίση.

Μια διέξοδος περιλαμβάνει την ενθάρρυνση πολιτικών που να δημιουργούν κίνητρα για τις επιχειρήσεις να καινοτομήσουν και να επενδύσουν, ιδίως στον τομέα της κλιματικής αλλαγής. Οι κεντρικές τράπεζες και οι περισσότερες κυβερνήσεις ήδη έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα συνεχίσουν να τρέχουν μέτρα τόνωσης.

Το σωστό είδος συνδυασμού πολιτικής θα μπορούσε να ωθήσει την ανάκαμψη προς μια πλήρη ανάκαμψη, σύμφωνα με την Catherine Mann, επικεφαλής οικονομολόγο της Citigroup Inc.
«Η καινοτομία υποστηρίζει την αύξηση της παραγωγικότητας και οι νέες επενδύσεις αυξάνουν το βιοτικό επίπεδο», είπε. «Κλειδί είναι επίσης οι στρατηγικές για τη διατήρηση και την εκπαίδευση των εργαζομένων ώστε να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες υψηλότερης παραγωγικότητας», πρόσθεσε.

Εν τω μεταξύ, χώρες που έλεγξαν γρήγορα την πανδημία στέλνουν προειδοποιητικά σημάδια για τον άνισο δρόμο που έρχεται. Αφού αρχικά απολάμβανε μια ανάκαμψη μορφής «V» (σ.σ.: όπως υπήρξε απότομη πτώση, έτσι υπήρξε και γρήγορη ανάκαμψη), η οικονομία της Νέας Ζηλανδίας συρρικνώθηκε τους τελευταίους τρεις μήνες του 2020 καθώς η απουσία ξένων τουριστών άφησε μια τρύπα που δεν μπορούσαν να γεμίσουν οι ντόπιοι. Τώρα, η χώρα που ήταν σταθερά στην κορυφή των βαθμολογιών ανθεκτικότητας του δείκτη Bloomberg Covid αντιμετωπίζει την προοπτική ύφεσης.
Στην Κίνα, όπου η πανδημία ήταν υπό έλεγχο για σχεδόν ένα χρόνο, οι δαπάνες λιανικής καθυστέρησαν την ευρύτερη ανάκαμψη.

Το πώς η καταναλωτική εμπιστοσύνη και τα πρότυπα δαπανών διαμορφώνονται από τις συνεχιζόμενες ανησυχίες σχετικά με την υγεία και την απασχόληση, θα μπορούσε να καταλήξει να είναι μια από τις πιο σημαντικές οικονομικές κληρονομιές της κρίσης, ακριβώς όπως η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 οδήγησε σε μεγαλύτερη ευημερία. Αυτός είναι ένας κίνδυνος, παρόλο που πολλοί άνθρωποι έχουν κάνει οικονομίες κατά το τελευταίο έτος.

«Υπάρχει πραγματική αβεβαιότητα σχετικά με το πόσο αλλάζει η συμπεριφορά των ανθρώπων όσον αφορά τα πρότυπα κατανάλωσης ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης», δήλωσε ο Adam Posen, πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας του Peterson. «Αν οι άνθρωποι επιστρέψουν στα εστιατόρια, κάνουν ταξίδια αναψυχής, ασκηθούν σε γυμναστήρια, τότε πολλές από αυτές τις βιομηχανίες θα αναβιώσουν. Αλλά είναι επίσης πιθανό τα γούστα των ανθρώπων να αλλάξουν πραγματικά, οπότε θα υπάρχει μεταβατικά περισσότερη ανεργία και δεν υπάρχει καλή κυβερνητική λύση γι’ αυτό».