Ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας την επόμενη διετία βλέπει ο καθηγητής Οικονομικών του πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Πετράκης. Όπως αναφέρει με συνέντευξη του στα parapolitika.gr, η αναπτυξιακή πορεία απαιτεί προσήλωση στον δημοσιονομικό στόχο και επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Το περιεχόμενο της συνέντευξης του έχει ως εξής:

Κύριε καθηγητά, πώς θα κινηθεί η Οικονομία το 2020;

Με βάση τις εκτιμήσεις που έχουν διατυπωθεί, τα πρόσφατα στοιχεία της Κομισιόν στα οποία αποτυπώνεται το κλίμα αισιοδοξίας ως το υψηλότερο της τελευταίας 15ετίας, δείχνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το τελευταίο 3μηνο του 2019 θα κλείσει σε ποσοστό άνω του 2% και το 2020 θα κινηθεί προς το 2,8%.

Οι εκτιμήσεις αυτές απηχούν την πραγματικότητα;

Ναι. Είναι σε θέση η οικονομία διότι έχει ευρύ παραγωγικό κενό. Δεδομένο δε, ότι συντελείται και μια επενδυτική δραστηριότητα, όχι μεγάλη αλλά ικανή να συντηρεί αυτό τον ρυθμό, νομίζω ότι θα δούμε αυτή τη διαφορά προσεχώς. Κι αν δεν τη δούμε τώρα στις αρχές του τρέχοντος έτους, τότε θα την καταγράψουμε από το καλοκαίρι και μετά. Αυτό βλέπουμε και μάλιστα μας δείχνει ότι η διαφορά του δικού μας αναπτυξιακού ρυθμού είναι σχεδόν 50% πάνω σε σχέση με τον μέσο όρο των υπολοίπων κρατών - μελών της Ευρωζώνης. Πλέον έχουμε γίνει το «καλό παράδειγμα» σε σχέση με το παρελθόν που είμαστε το προς αποφυγήν σενάριο πανευρωπαϊκώς και διεθνώς.

Πώς θα προκύψουν τα μετρήσιμα αποτελέσματα της αισιοδοξίας;

Πρωτίστως να έχουμε υπομονή και να κερδίσουμε χρόνο. H «μετατροπή» της αισιοδοξίας σε πραγματικά μεγέθη απαιτεί χρόνο. Οι λεγόμενες «οικονομικές αποφάσεις» δεν είναι υπολογισμοί σε ένα χαρτί, σαν αυτούς που ενίοτε κάνουμε κι εμείς οι οικονομολόγοι. Οι «οικονομικές αποφάσεις» είναι οι επιχειρηματίες που βάζουν το χέρι στην τσέπη, είναι το Κράτος που προχωρά σε δημόσιες επενδύσεις και μια σειρά από παράγοντες σχετιζόμενους με την αγορά.

Ξεκίνησαν οι επενδύσεις; Τι δείχνουν τα πρώτα στοιχεία;

Κοιτάξτε, θα δώσω μερικά παραδείγματα. Κατ΄ αρχήν υπάρχει μια έντονη ζήτηση στην Αθήνα για 4άστερα – 5άστερα ξενοδοχεία. Δεύτερον η Lamda Develodpment, ανάδοχος του project του «Ελληνικού», προέβη σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου συγκεντρώνοντας μάλλλον εύκολα τα 350 εκατ ευρώ που ζητούσε και συνεχίζει. Επίσης, κάποιες εισηγμένες ετοιμάζουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Αυτό δείχνει πραγματικά ότι υπάρχει διάθεση που ναι μεν απέχει από το να χαρακτηριστεί ικανοποιητική, ωστόσο σίγουρα δεν είμαστε εκεί που ήμασταν την προηγούμενη 5ετία.

Και για την πορεία του χρηματοπιστωτικού κλάδου;

Πολύ σωστά το θέτετε. Ερχόμαστε λοιπόν στο δεύτερο παράγοντα της ελληνικής οικονομίας, στον τραπεζικό κλάδο που κρατάει πίσω ακόμα την οικονομική ανέλιξη. Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στην πιο δυσμενή θέση σε σχέση με τις τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών κι όλων των εποχών. Θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει η διαδικασία εξυγίανσης τους νωρίτερα. Έστω και τώρα τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Ηρακλής» για τη διαχείριση των υπέρογκων «κόκκινων δανείων».Την απόδοση του σχεδίου θα τη δούμε σε ένα με δύο χρόνια. Πιθανό σε βάθος τριετίας να δούμε το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων να υποχωρεί σε μονοψήφιο ποσοστό α σε σχέση με το 40% που είναι σήμερα και ανέρχεται περίπου στα 75 δις εύρω. Και πάλι όμως το μονοψήφιο ποσοστό του 8% -9% , είναι τριπλάσιο από τον αντίστοιχο μέσο όρο των Npls διεθνώς. Σίγουρα θα έχουμε κάνει πολύ μεγάλο αγώνα, σίγουρα θα έχουμε διανύσει έναν πολύ μεγάλο δρόμο αλλα χρειάζεται κι άλλος δρόμος για να επανέλθουμε σε επίπεδα ανταγωνιστικά και υγιή.

Υπάρχει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό ώστε να απασχοληθεί στις επιχειρήσεις που θα θελήσουν να καλύψουν αυτό το παραγωγικό κενό, όπως το χαρακτηρίζετε;

Εδώ ακριβώς εστιάζεται το πρόβλημα. Βλέπουμε μεν να μειώνονται οι άνεργοι, να μπαίνουν στην αγορά εργαζόμενοι που δημιουργούν εισοδήματα και προστιθέμενη αξία, ωστόσο όταν έλθει η ώρα να έχουμε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες οι οποίες θα στηρίζονται στην καινοτομία, τις νέες τεχνολογίες ή όταν οι επιχειρηματίες θα θελήσουν από το μικρό και μεσαίο μέγεθος που βρίσκονται να «ανέβουν» στο μεγάλο, τότε θα ανακύψει το ζήτημα της έλλειψης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Αφενός, το 40% των θέσεων εργασίας καλύπτεται με εργαζόμενους με περισσότερα από τα απαιτούμενα προσόντα, αφετέρου όμως 300.000 από τους 700.000 συνολικά ανέργους, είναι νέοι που ουδέποτε έχουν εργαστεί. Κι αυτό σημαίνει ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα «δημιουργεί» ανθρώπους που δεν ταιριάζουν με το παραγωγικό μοντέλο. Δυστυχώς, οι δυναμικές επιχειρήσεις θα θελήσουν εξειδικευμένο προσωπικό αλλά δεν θα βρουν. Η εγχώρια αγορά δεν διαθέτει work development.

Πόσο επηρεάσουν τα εθνικά και το οξυμένο μεταναστευτικό ζήτημα, την πορεία ανάκαμψης, τη διάθεση για επενδύσεις;

Τα εξωτερικά τα έχουμε πολλές δεκαετίες στο κεφάλι μας. Μόνο την προηγούμενη δεκαετία με τις τρομοκρατικές ενέργειες στην Ευρώπη, τα πολεμικά μέτωπα στη Μέση Ανατολή, είχαν εκτοξεύσει τους δείκτες αβεβαιότητας και ανησυχίας σε δυσθεώρητα επίπεδα, ανάλογα εκείνων της δεκαετίας του ’70 με τις συνεχείς εχθροπραξίες, τις τρομοκρατικές ενέργειες, τις ενεργειακές κρίσεις κτλ. Συγκρίνοντας λοιπόν την αναμφίβολη τωρινή ένταση με τα όσα συνέβαιναν προηγουμένως, παρατηρούμε ότι γενικώς τα πράγματα είναι πιο ήρεμα. Κυρίως, ότι τέτοιες κρίσεις δεν «περνούν» εύκολα στην Ελληνική οικονομία. Εκτός βέβαια αν έχουμε κάποιο θερμό επεισόδιο με τους γείτονες οπότε θα επηρεαστεί ο τουριστικός μας δείκτης.
Όσον δε για το μεταναστευτικό, πρέπει να περιμένουμε την εφαρμογή του σχεδιασμού που έχει εξαγγελθεί από την κυβέρνηση. Προς το παρόν παρατηρούμε μόνο την κίνηση του φαινομένου, πόσοι μπαίνουν, πόσοι φεύγουν, πόσοι μένουν και πού εγκαθίστανται; Εδώ πράγματι έχουμε πολλά κενά με άγνωστες ακόμη συνέπειες.