Σε έξοδο της Ελλάδας από την κατηγορία «junk», ενδεχομένως και προς τα τέλη του 2020, αρχίζουν τώρα να ελπίζουν οι ξένοι αναλυτές. Η πορεία για την επιστροφή των ελληνικών ομολόγων στην κανονικότητα και τη λεγόμενη «επενδυτική κατηγορία» έχει ήδη αρχίσει, όπως φάνηκε και από την προ ημερών αναβάθμιση της χώρας από την S&P Global. Το σχέδιο «Ηρακλής» για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων των τραπεζών θεωρήθηκε από τους οίκους αξιολόγησης ένα σημαντικό και απαραίτητο βήμα στην προσπάθεια της χώρας να αφήσει πίσω της το κεφάλαιο της κρίσης. Όμως, για να πάψει η Ελλάδα να συγκαταλέγεται στα «σκουπίδια» της αγοράς ομολόγων, απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης υψηλότεροι του σημερινού 2%. Το timing της τελικής επιστροφής στην πολυπόθητη επενδυτική κατηγορία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δυναμική της ανάπτυξης, λένε στα «Π» στρατηγικοί αναλυτές και οικονομολόγοι από τα κορυφαία τμήματα ανάλυσης της Ευρώπης.

Τον επόμενο Απρίλιο συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την υποβάθμιση της Ελλάδας στην κατηγορία «junk», η οποία οδήγησε στον αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές ομολόγων και την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με το πρώτο πακέτο διάσωσης. Μία δεκαετία αργότερα, η Moody’s εξακολουθεί να τοποθετεί την Ελλάδα τέσσερις βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία (στο B1). Και την ίδια στιγμή, η S&P και η Fitch αξιολογούν τα ελληνικά ομόλογα με ΒΒ-, δηλαδή τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από το ΒΒΒ-, που αποτελεί και το «κατώφλι» για την έξοδο από το «junk» και την άνοδο στην επενδυτική κατηγορία.

Σε αυτή τη φάση, η έξοδος από το «junk» έχει τόσο συμβολική όσο και ουσιαστική σημασία για την Ελλάδα. Με τις αποδόσεις των ομολόγων να έχουν συμπιεστεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα διεθνώς και με την Αθήνα να έχει καταφέρει να δανείζεται ακόμα και με αρνητικά επιτόκια, κανείς θα μπορούσε ενδεχομένως να πιστέψει ότι η κρίση των οίκων αξιολόγησης περιττεύει. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία θα είναι ένα σημαντικό ορόσημο στο δρόμο της χώρας προς την κανονικότητα, αφού θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στην παγκόσμια επενδυτική κοινότητα και θα επιτρέψει στα μεγαλύτερα funds του κόσμου να ξαναβάλουν την Αθήνα στα ραντάρ τους (καθώς είναι γνωστό ότι ο κανονισμός των περισσότερων ασφαλιστικών ταμείων, αμοιβαίων κεφαλαίων κτλ τους απαγορεύει να επενδύουν σε ομόλογα που βαθμολογούνται με «junk»). Κυρίως, όμως, η έξοδος της Ελλάδας από το «junk» θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στη νέα φάση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), η οποία κρίθηκε αναγκαία για να στηριχθεί η ευρωπαϊκή οικονομία σε αυτή την περίοδο της επιβράδυνσης.

Το βέβαιο είναι ότι ο κύκλος των αναβαθμίσεων της Ελλάδας έχει ήδη ανοίξει. Πριν από μερικές ημέρες, η S&P αναθεώρησε την αξιολόγηση της χώρας κατά μία βαθμίδα υψηλότερα, στο BB-, επικαλούμενη τη μείωση του δημοσιονομικού ρίσκου και την άρση των capital controls. Μάλιστα, ο οίκος προϊδεάζει και για νέα αναβάθμιση μέσα στους επόμενους 12 μήνες, δίνοντας θετικές προοπτικές στην αξιολόγηση. «Θα σκεφτόμασταν μία αναβάθμιση εφόσον συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν όσες διαρθρωτικές προκλήσεις απομένουν στην οικονομία. Έναυσμα για αναβάθμιση θα μπορούσε να δώσει επίσης μία αξιοσημείωτη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο κατεστραμμένο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας», αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης. Σύμφωνα με την S&P, το «κλειδί» για τις επόμενες αναβαθμίσεις βρίσκεται στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και στη μείωση των κόκκινων δανείων. Την περασμένη Παρασκευή, η σκυτάλη πέρασε στην DBRS (έναν οίκο που δεν ανήκει στους τρεις βασικούς, αλλά έχει κάποια απήχηση στην αγορά), η οποία αναβάθμισε τις προοπτικές της Ελλάδας σε θετικές.

«Η Ελλάδα θα μπορούσε να αναβαθμιστεί στην επενδυτική κατηγορία τουλάχιστον από έναν εκ των οίκων αξιολόγησης στα επόμενα ένα ή δύο χρόνια», δηλώνει στα «Π» ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος στην Bank of America Merrill Lynch. «Αυτό θα απαιτήσει υψηλότερη ανάπτυξη από το σημερινό 2%, την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της κυβέρνησης, ειδικά σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις αποκρατικοποιήσεις και τα μεγάλα επενδυτικά projects. Όσο πιο γρήγορη είναι η πρόοδος σε αυτούς τους τομείς, τόσο πιο γρήγορα θα αναβαθμιστεί η Ελλάδα», αναφέρει ο αναλυτής.

«Για την υψηλότερη αξιολόγηση χρειάζονται καλύτερες μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης», συμφωνεί ο Κιάραν Ο’ Χάγκαν, επικεφαλής στρατηγικής ευρωπαϊκών ομολόγων στην Societe Generale. «Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε νε μειωθεί το χρέος και να γίνει η χώρα πιο ανθεκτική. Άλλωστε είναι και προς το συμφέρον των Ελλήνων φορολογούμενων. Και για να βελτιωθούν οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, πιθανότατα χρειάζονται οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες ζητούν οι ξένοι πιστωτές. Είναι προς το συμφέρον όλων –τόσο των φορολογούμενων όσο και των πιστωτών- να βελτιωθεί η ελληνική οικονομία», εξηγεί στα «Π» ο αναλυτής του γαλλικού επενδυτικού οίκου. Και βέβαια, ξεκαθαρίζει ότι για να επιστρέψει η Ελλάδα στην επενδυτική κατηγορία, χρειάζεται και λίγη… τύχη. «Η βελτίωση των προοπτικών για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό παγκοσμίως θα βοηθούσε επίσης. Όταν ανεβαίνει η παλίρροια, σηκώνει όλες τις βάρκες!», σημειώνει ο Ο’ Χάγκαν.

Όμως, η Μέλανι Ντεμπόνο, οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη, τοποθετεί την έξοδο της Ελλάδας από το «junk» πιο μακριά, μετά τα τέλη του 2021. «Η νέα κυβέρνηση εργάζεται προς την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και εφόσον υλοποιήσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις, αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό για να δικαιολογήσει περαιτέρω αναβαθμίσεις στα επόμενα χρόνια», αναγνωρίζει η αναλύτρια με δηλώσεις της στα «Π». «Όμως ακόμα και έτσι, με δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει σε μια σειρά από δείκτες τους οποίους κοιτάζουν οι οίκοι αξιολόγησης, αμφιβάλλω ότι η αξιολόγησή της θα ανέβει στην επενδυτική κατηγορία έως τα τέλη του 2021», προσθέτει. Ο βασικός λόγος, σύμφωνα με την Ντεμπόνο, είναι το ακόμα υψηλό χρέος της Ελλάδας (έστω και εάν η Capital Economics υπολογίζει ότι αυτό θα μειωθεί από το 180% του ΑΕΠ που είναι σήμερα στο 170% έως το 2021). «Επιπλέον, οι συνθήκες για το επιχειρείν στην Ελλάδα επιδεινώθηκαν τελευταία, αφού η έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας έδειξε ότι η χώρα έπεσε τον τελευταίο χρόνο από την 72η θέση στην 79η», σημειώνει η οικονομολόγος.

Επιχειρώντας να προσδιορίσουν το timing της επιστροφής στην επενδυτική κατηγορία για την Ελλάδα, οι αναλυτές της UBS εκτιμούν πως αυτό είναι κάτι που θα συμβεί μέσα στο 2021, στην καλύτερη περίπτωση. Όμως, το σχέδιο «Ηρακλής» για τα κόκκινα δάνεια θεωρείται το «κλειδί» για την έξοδο από το «junk», όπως ακριβώς συνέβη και στην Κύπρο, όπου η ανακεφαλαιοποίηση και πώληση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας, στα τέλη του 2018, οδήγησε στην αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική κατηγορία, από την Fitch και τη Moody’s. «Σε εκείνη την περίπτωση, η σύσταση της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (πρακτικά πρόκειται για ό,τι απέμεινε από τη Συνεργατική Τράπεζα αφότου τα εξυπηρετούμενα περιουσιακά στοιχεία της πουλήθηκαν στην Ελληνική Τράπεζα), συνέβαλε στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων στοιχείων του συστήματος. Αυτό διευκόλυνε σημαντικά την αναβάθμιση της αξιολόγησης», εξηγούν οι αναλυτές της UBS σε πρόσφατη έκθεσή τους, εκτιμώντας ότι το προηγούμενο της Κύπρου μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτικό για την πορεία και της Ελλάδας προς την επενδυτική κατηγορία.

Από την άλλη πλευρά, η Morgan Stanley θεωρεί ότι η Ελλάδα ακολουθεί παράλληλη πορεία με εκείνη που χάραξε η Πορτογαλία, έπειτα από την έξοδό της από το μνημόνιο. «Σε ό,τι έχει να κάνει με την αξιολόγηση, η Ελλάδα εξακολουθεί να συγκλίνει αργά με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια», σημειώνει σε τελευταία ανάλυσή του ο οικονομολόγος του οίκου, Τζοάο Αλμέιντα. Όμως ο Αθανάσιος Βαμβακίδης προειδοποιεί ότι η επιστροφή στην κανονικότητα για την Ελλάδα θα είναι πιο δύσκολη από ο,τι ήταν για άλλες χώρες των μνημονίων. «Παρότι η Κύπρος και η Πορτογαλία θα μπορούσαν να είναι καλά παραδείγματα, και οι δύο αυτές οικονομίες είχαν καλύτερα σημεία εκκίνησης, χαμηλότερα επίπεδα χρέους, ταχύτερη ανάκαμψη και επομένως τους ήταν πιο εύκολο να βγουν από το junk», εξηγεί στα «Π» ο αναλυτής της Bank of America Merrill Lynch.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 2/11