Εντύπωση προκάλεσε η έντονη κόντρα που ξέσπασε ανάµεσα στην κυβέρνηση και στον πρόεδρο του Ανώτατου Ακυρωτικού ∆ικαστηρίου, Νίκο Σακελλαρίου. Ωστόσο, όσοι γνωρίζουν το παρασκήνιο, θεωρούν ότι δεν ήταν καθόλου τυχαίο το timing που επέλεξε για να «χτυπήσει» ο υπουργός ∆ικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής, ούτε και η µετέπειτα στήριξη που του παρείχε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Στο Μέγαρο Μαξίµου, ενόψει του διαγωνισµού για τις τηλεοπτικές άδειες, φοβούνται ότι το Συµβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο έχουν ήδη προσφύγει οι καναλάρχες, θα δυσκολέψει εκ νέου τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας.

Προφανώς, έχοντας εσωτερική πληροφόρηση, οι κυβερνώντες επιδιώκουν να στείλουν µήνυµα, ενόψει τις εκδίκασης σειράς προσφυγών και ασφαλιστικών µέτρων, τα οποία έχουν καταθέσει οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθµών. Γι’ αυτό, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι η σφοδρή αντιπαράθεση του υπουργού ∆ικαιοσύνης µε τον πρόεδρο του ΣτΕ έχει να κάνει µε όσα θα συµβούν, τα οποία σε κάθε περίπτωση θέλει να αποφύγει το Μέγαρο Μαξίµου.

Μάλιστα, κάποιοι -και δεν είναι λίγοιθεωρούν ότι η κυβέρνηση επιδιώκει προκαταβολική λογοκρισία σε µελλοντικές αποφάσεις του ΣτΕ που σχετίζονται µε τις προσφυγές των καναλαρχών. Ανεξάρτητα από αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι από τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους οι καναλάρχες κατέθεσαν από κοινού νέες προσφυγές, οι οποίες αφορούν τόσο τον αριθµό των αδειών (θα δοθούν 7 άδειες συνολικά) όσο και την τιµή εκκίνησης, που καθορίστηκε για την κάθε άδεια στα 35 εκατ. ευρώ. Κατ’ αρχάς, στο Ανώτατο Ακυρωτικό ∆ικαστήριο προσέφυγαν η Ενωση Ιδιοκτητών Τηλεοπτικών Σταθµών Εθνικής Εµβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) και οι τηλεοπτικοί σταθµοί Σκάι και Σταρ (Star Channel). Ολοι ζητούν να ακυρωθούν ως αντισυνταγµατικές, αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α) και την ελληνική και ευρωπαϊκή νοµοθεσία οι εξής δύο αποφάσεις του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής:

1) η υπ΄ αριθµ. 1830/7.7.2017 για τον καθορισµό του αριθµού των δηµοπρατούµενων αδειών παρόχων επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκποµπής ελεύθερης λήψης εθνικής εµβέλειας ενηµερωτικού προγράµµατος και

2) η υπ΄ αριθµ. 2178/28.7.2017 απόφαση για τον καθορισµό της τιµής εκκίνησης για κάθε µια από τις 7 δηµοπρατούµενες άδειες.

Υποστηρίζουν ότι οι επίµαχες υπουργικές αποφάσεις είναι αντίθετες στις αρχές του ανταγωνισµού και της ανοικτής εσωτερικής αγοράς, γιατί περιορίζεται υπέρµετρα ο ανταγωνισµός και η εσωτερική αγορά. Ετσι, είναι υπερβολική η τιµή εκκίνησης και δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονα οικονοµικά µεγέθη της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς από τα οποία εξαρτάται ο καθορισµός της τιµής εκκίνησης. Η υπερβολικά µεγάλη τιµή εκκίνησης των αδειών µειώνει το ενδιαφέρον προσέλευσης και αδειοδότησης των υποψηφίων, παραβιάζοντας ταυτόχρονα µε τον τρόπο αυτό την αρχή της ελεύθερης έκφρασης, τις συνταγµατικές αρχές του πλουραλισµού και της πολυφωνίας.

Την ίδια στιγµή παραβιάζονται οι σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως και η Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου. Σε άλλο σηµείο αναφέρουν ότι η διαγωνιστική διαδικασία αδειοδότησης διενεργείται αποκλειστικά µε οικονοµικά κριτήρια χωρίς άλλα κριτήρια, κατά παράβαση των συνταγµατικών επιταγών του άρθρου 14 και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2002/21/ΕΚ, ενώ η τιµή εκκίνησης δεν δικαιολογείται από λόγους δηµοσίου συµφέροντος.

Τέλος, επικαλούνται τόσο µελέτη του πανεπιστηµιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, όσο και άλλη ιδιωτική µελέτη, σύµφωνα µε τις οποίες δυσχεραίνεται υπέρµετρα το καθεστώς δανειοδότησης των µελών της ΕΙΤΗΣΕΕ.