Αυτό το Σάββατο με τα Παραπολιτικά μπορείτε να αποκτήσετε έναν πολύτιμο οδηγό για τα σημαντικότερα προσκυνήματα και μοναστήρια της Ορθοδοξίας: «Βυζαντινές Εκκλησίες της Αθήνας» ή «Βυζαντινές Εκκλησίες της Θεσσαλονίκης»

 

«ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ»

Η Αθήνα η πόλη με τις μνήμες της αρχαιότητας, η γενέτειρα του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κλασικού πολιτισμού, μετά τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές και καταστροφές του 3ου και 4ου αιώνα, πέρασε σε μια εποχή παρακμής, καθώς το κέντρο του ελληνισμού είχε πλέον μετατοπιστεί βορειότερα προς τη Μακεδονία και ανατολικότερα προς την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Εξάλλου, ο ελληνισμός είχε υιοθετήσει στη συντριπτική του πλειοψηφία τον Χριστιανισμό, πράγμα που οδήγησε όχι στην αλλαγή χρήσης αλλά στη μετατροπή των ναών της Ακρόπολης και των γύρω ιερών σε εκκλησίες. Η ραγδαία ανάπτυξη της πόλης θα αρχίσει από τον 9ο αιώνα και μετά, με την άνοδο στον θρόνο της δυναστείας των Μακεδόνων (867-1056). Το 869 ο Πατριάρχης Φώτιος «ανυψώνει» την Εκκλησία της Αθήνας σε Μητρόπολη και την εποχή αυτή αναπτύσσεται μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα, που επεκτείνεται και στους επόμενους αιώνες, καθόσον επικρατεί ένα κλίμα γενικής ασφάλειας. Μάλιστα, ο 11ος και ο 12ος αιώνας θεωρούνται ως η χρυσή εποχή της αθηναϊκής βυζαντινής τέχνης. Όλες σχεδόν οι γνωστές και οι πιο σημαντικές βυζαντινές εκκλησίες της πόλης κτίστηκαν στη διάρκεια των δύο αυτών αιώνων και οφείλουν την ύπαρξή τους στη χριστιανική αναστήλωση, που ακολούθησε τις νικηφόρες εκστρατείες του αυτοκράτορα Βασίλειου Β’ στα Βαλκάνια.

Στο λυκόφως αυτής της περιόδου επιχειρεί μια μυσταγωγική περιπλάνηση το παρόν βιβλίο, στις εκκλησιές και τα μοναστήρια που χτίστηκαν σ’ αυτή την «αθηναϊκή αναγέννηση», στους κομψούς ναούς που σώζονται μέχρι σήμερα και είναι σε λειτουργία. Ύστερα, το 1205 το φως θα σβήσει. Θα έρθουν οι Φράγκοι, ύστερα οι Καταλανοί (1311-1388), οι Φλωρεντίνοι Ατσαϊόλι και μετά οι Οθωμανοί (1456). Η πόλη που κάποτε γέννησε τον πολιτισμό θ’ απομείνει μια ημιέρημη και μισοκατεστραμμένη πόλη ως το 1833 που έγινε πρωτεύουσα του νέου Βασιλείου της Ελλάδας.

 

«ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

Η Θεσσαλονίκη έχει το προνόμιο μιας συνεχούς ιστορικής και πολιτιστικής διαδρομής, ακόμα και στις πιο δύσκολες περιόδους της. Από τον 4ο αιώνα έως και το 1430, οπότε κατελήφθη από τους Τούρκους, η Θεσσαλονίκη ήταν «συμβασιλεύουσα» και δεύτερη σε σημασία πόλη του Βυζαντίου, που στήριξε την πολιτική της Κωνσταντινούπολης στο ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας, στα Βαλκάνια και αποτέλεσε κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής. Ως διοικητικό κέντρο η Θεσσαλονίκη συγκέντρωσε πολλές υπηρεσίες και στρατιωτικές αρχές, ενώ από το λιμάνι της διακινούνταν τα προϊόντα όλης της Βαλκανικής. Έδρα μητρόπολης από την οποία εξαρτιόνταν δώδεκα επισκοπές κοσμήθηκε από ανθρώπους των γραμμάτων (Ιωάννης 7ος αι., Λέων ο Μαθηματικός 9ος αι., Ευστάθιος 12ος αι., Γρηγόριος Παλαμάς 14ος αι., Συμεών 15ος αι.) και στα μέσα του 9ου αιώνα ηγήθηκε της προσπάθειας του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων με τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο. Από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους και μετά, παρά τις πολιτικές αναταραχές, κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, η Θεσσαλονίκη γνώρισε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση και ανέδειξε πληθώρα λογίων, θεολόγων και καλλιτεχνών. Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης, που διαπιστώνεται στην αρχιτεκτονική, την αγιογραφία και την ψηφοθετική, οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο τον βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη Ρωσία. Τα μνημεία που σώζονται έως σήμερα στην πόλη, αντιπροσωπεύουν διαχρονικά τον πολιτισμό και την τέχνη του Βυζαντίου. Το 1988 η Unesco συμπεριέλαβε τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης στον χάρτη των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς ως εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής και μνημειακής τέχνης.