Τρεις ολόκληρες δεκαετίες συμπληρώνονται αύριο από την ημερομηνία κυκλοφορίας της «Ανήθικης πρότασης», μίας από τις πιο επιτυχημένες αλλά και αμφιλεγόμενες ταινίες των '90s, η οποία «σημάδεψε» (άλλοι θα έλεγαν θετικά, άλλοι αρνητικά) την καριέρα των τριών πρωταγωνιστών της, αλλά και όλων των εμπλεκομένων στην παραγωγή της.

Ήταν αρχές της δεκαετίας του '90 και ο σκηνοθέτης Έιντριαν Λάιν είχε ήδη χτίσει την εικόνα του «μετρ» στην αφήγηση σεξουαλικά φορτισμένων ιστοριών. Δύο από τις ταινίες του, οι «9 1/2 εβδομάδες» (1986) και η «Ολέθρια Σχέση» (1987), είχαν γνωρίσει μεγάλη εμπορική επιτυχία και η όρεξη του κοινού για τα ερωτικά θρίλερ και δράματα έδειχνε ακόρεστη.

Σε αυτό το κλίμα έκανε πρεμιέρα στις 7 Απριλίου 1993 το φιλμ «Indecent proposal» με ένα πραγματικά εντυπωσιακό καστ ηθοποιών και πλοκή που βασιζόταν στο εξής ιντριγκαδόρικο ερώτημα: Τι θα απαντούσε ένα νεαρό, ερωτευμένο αλλά οικονομικά ζορισμένο ζευγάρι αν δεχόταν μια «ανήθικη πρόταση» από έναν playboy μεγιστάνα που θα πρόσφερε 1 εκατομμύριο δολάρια ως αντάλλαγμα για μια βραδιά με την όμορφη σύζυγο;



Η λαμπερή Ντέμι Μουρ στον ρόλο της «Νταϊάνα», ο ταλαντούχος Γούντι Χάρελσον που υποδύθηκε τον διχασμένο σύζυγό της «Ντέιβιντ» και ο γοητευτικός Ρόμπερτ Ρέντφορντ στον ρόλο του δισεκατομμυριούχου υποδύθηκαν αριστοτεχνικά τους ρόλους τους και η ταινία έγινε αμέσως εμπορική επιτυχία. Ωστόσο, παρά την ενθουσιώδη ανταπόκριση του κοινού και τις πολλές αναφορές του στην ποπ κουλτούρα (όπως στις δημοφιλείς σειρές The Simpsons και Mad About You), το φιλμ του Λάιν βρέθηκε στο στόχαστρο εξαιρετικά καυστικών κριτικών, με πολλούς να χαρακτηρίζουν την πλοκή σεξιστική και υποτιμητική προς τις γυναίκες.

Ο τρόπος με τον οποίο η «Νταϊάνα» και το σώμα της γίνονται κάποια στιγμή το αντικείμενο «παζαρέματος» για την εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους προκάλεσε αντιδράσεις, με τη συγγραφέα Μπέτι Φρίντμαν να δηλώνει σε άρθρο της ότι «της προκάλεσε αηδία».



Για τη σεναριογράφο Έιμι Χόλντεν Τζόουνς η επιτυχημένη ταινία αποτέλεσε σταθμό στην καριέρα της και εκτόξευσε το κασέ της. Όμως δεν ήταν καθόλου εύκολο, όπως παραδέχτηκε σε πρόσφατη συνέντευξή της στη New York Post. «Ήταν μια απίστευτα σεξιστική εποχή. Δεν έπρεπε να εκφράζεις την παραμικρή ενόχληση για το γεγονός ότι έφερναν κι άλλους σεναριογράφους, έπρεπε να μην κατηγορείς κανέναν, να μην προκαλείς προβλήματα. Αν έκανες φασαρία, απλώς έφευγες». Παρά τις αλλαγές που έγιναν στην τρίτη πράξη του σεναρίου της «από αποκλειστικά άνδρες», η Τζόουνς εξακολουθεί να αισθάνεται περήφανη για το αμφιλεγόμενο φιλμ και να θεωρεί ότι, 3 δεκαετίες μετά, και ενώ έχουν αλλάξει πολλά στην κοινωνία, βλέπεται ακόμη πολύ ευχάριστα.

Η Τζόουνς μίλησε στην αμερικανική εφημερίδα για το παρασκήνιο πίσω από το σκανδαλώδες σενάριο, τις προθέσεις της για την πλοκή και τον ρόλο της «Νταϊάνα» και την καίρια αλλαγή από το πρώτο προσχέδιο, που άλλαξε όλο το προφίλ της ταινίας.



Το θέμα είναι η εμπιστοσύνη, όχι τα χρήματα

«Ήθελα να γράψω μια ιστορία για τους λόγους που κάποιες σχέσεις διαρκούν και κάποιες όχι. Είχα τη δική μου θεωρία, ότι το μυστικό είναι η ικανότητα να συγχωρείς. Το ερώτημα πίσω από το σενάριο ήταν το εξής: Τι μπορεί να κάνει κάποιος ύστερα από ένα συμβάν, μια απιστία, για να σώσει τον γάμο του; Πώς αντέχει ένας γάμος στον χρόνο; Σε όλα τα ζευγάρια στον κόσμο θα συμβεί κάποια στιγμή κάτι φρικτό ανάμεσά τους που θα δείχνει ασυγχώρητο».



Στο αρχικό σενάριο η «Νταϊάνα» δεν προχώρησε με την απιστία

«Στο προσχέδιο η βασική ιδέα ήταν η εμπιστοσύνη. Εκεί ο άνδρας πλήρωσε ένα εκατομμύριο δολάρια, παρά το γεγονός ότι η νεαρή δεν πλάγιασε μαζί του, για να πιστέψει ο άνδρας της ότι το έκανε. Μετά ο γάμος τους διαλύθηκε λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης. Τότε ήρθαν οι συντελεστές και μου είπαν "όχι, πρέπει να πλαγιάσει μαζί του"».

Η Τζόουνς ήθελε η «Νταϊάνα» να παρατήσει και τους δύο άνδρες

«Είχα σκεφτεί ότι στο τέλος έπρεπε να εγκαταλείψει και τους δύο άνδρες. Το ανέφερα αρκετές φορές, ακόμα και αφού η ταινία είχε πάρει το πράσινο φως. Βασικά, γέλασαν με την ιδέα. Δεν ήθελαν καν να το σκεφτούν».

Ο Ρέντφορντ επέμενε να γίνει πιο συμπαθής ο χαρακτήρας του

«Με προβλημάτισε η πλοκή της ταινίας μετά τον χωρισμό του Ντέιβιντ και της Νταϊάνα. Οι άνδρες της παραγωγής, και ειδικά ο Ρέντφορντ, αποφάσισαν να κάνουν τον χαρακτήρα του "Γκέιτζ" πολύ συμπαθητικό. Στο αρχικό σενάριο, η ηρωίδα συνειδητοποιεί κάποια στιγμή πως είναι απλώς η επόμενη κατάκτηση του δισεκατομμυριούχου. Ο Ρέντφορντ περιτριγύριζε 4-5 άτομα για να δουλέψουν τον χαρακτήρα του. Στο σενάριό μου η "Νταϊάνα" λέει στον πλούσιο εραστή της ότι η αγάπη δεν εξαγοράζεται και μετά τον αφήνει. Εκείνος τελικά το άλλαξε, γιατί κανείς δεν εγκαταλείπει τον Ρέντφορντ.




Ο χαρακτήρας της Ντέμι Μουρ δεν είναι τόσο παθητικός όσο φαίνεται

«Αν δεις την πλοκή προσεκτικά, ο Ρέντφορντ ζητάει συνεχώς από τον Γούντι την άδεια για πράγματα που αφορούν τη γυναίκα του. Εκείνος απαντά πάντοτε με τον ίδιο τρόπο: "Θα πρέπει να ρωτήσεις την Νταϊάνα, είναι δική της απόφαση". Σε μια κρίσιμη σκηνή, που ο Ρέντφορντ ρωτάει "τι θα έλεγες αν σου πρόσφερα ένα εκατομμύριο δολάρια για μια βραδιά μαζί της", εκείνη πετάγεται και λέει "θα σου απαντούσε να πας στον διάολο". Εκείνη έχει τον έλεγχο».



Οι επικρίσεις και ο φεμινισμός

Όταν κυκλοφόρησε η ταινία, πολλοί ήταν αυτοί που επέκριναν την Τζόουνς για το σενάριό της. «Ρωτούσαν πώς μπόρεσα να γράψω για μια γυναίκα που πέρασε μια νύχτα με έναν άνδρα με αντάλλαγμα ένα εκατομμύριο δολάριο. Είμαι κι εγώ φεμινίστρια, όμως μέρος του φεμινισμού για εμένα είναι η απεικόνιση των γυναικών στον κινηματογράφο ως ολοκληρωμένα πλάσματα με επιλογές, όχι ως οπτασίες τελειότητας. Εγώ έδινα μάχη να πετύχω σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, όπου όλα περνούσαν από τα χέρια των ανδρών, όλοι οι σκηνοθέτες και οι περισσότεροι σεναριογράφοι ήταν άνδρες... Ξαφνικά έχεις μπροστά σου μια επιτυχημένη ταινία που έχει περάσει από τα χέρια όλων αυτών των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου του πρωταγωνιστή και του σκηνοθέτη, και επιτίθεσαι στη γυναίκα σεναριογράφο επειδή θεωρείς "προδοσία" για το γυναικείο φύλο το γεγονός ότι η ηρωίδα αποφάσισε να φύγει με τον πλούσιο. Το πίστευα τότε και το πιστεύω και τώρα: Αυτά είναι φεμινιστικές μα@@@ιες».