Τα 41 χρόνια στη δισκογραφία κλείνει φέτος ο δηµοφιλής τραγουδιστής Θέµης Αδαµαντίδης.

Ο «Legend» του ελληνικού πενταγράµµου, όπως τον αποκαλούν φίλοι και θαυµαστές, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του για πρώτη φορά και υποδέχεται το «S» σε µια εκ βαθέων συνέντευξη.

Ο αγαπηµένος καλλιτέχνης µιλάει για τα µυστικά της επιτυχίας, τα σουξέ, τα ζεστά παιδικά του χρόνια και απαντά στο αν θα πήγαινε κριτής σε µουσικό talent show.

Θέµη, φέτος κλείνεις 41 χρόνια στη δισκογραφία και είσαι ακόµη στην πρώτη γραµµή. Πώς γίνεται αυτό;
Έχω µάθει να περιµένω. Έχω µάθει να σέβοµαι τη σειρά, έχω µάθει να µη µου αρέσει να σπρώχνω για να πάρω τη σειρά του άλλου και, αν θες, αυτό µού βγήκε και σε καλό, γιατί είχα µεγαλύτερη διάρκεια και κάνω αυτό που αγάπησα και αγαπώ. ∆εν προσπάθησα ποτέ να επιβάλω κάτι στον κόσµο και πάντα άφηνα να επιλέγει ο ίδιος τι του αρέσει.

Αυτό είναι πάντα πιο δυνατό, γιατί το έχει επιλέξει ο ίδιος. Τώρα σουξέ και επιτυχίες γίνονται, και πολλές φορές είναι και πληρωµένες µε διαφήµιση. Γι’ αυτό πολλοί καλλιτέχνες χρειάζονται ένα σουξέ κάθε χρόνο για να κάνουν τη δουλειά τους. Εντάξει, είναι το σύστηµα αυτό, αλλά εγώ δεν λειτουργούσα µε αυτόν τον τρόπο.

Μίλησες πριν για σπρωξιές. Εσένα σου έχουν δώσει;
Ναι, έχω νιώσει. Και από το ξεκίνηµά µου κιόλας. Σπρωξιές µε τρικλοποδιά µαζί. Και πώς το αντιµετώπισες; Οταν ο άλλος προσπαθεί να σε ρίξει, εάν δεν σε έχει στήσει ο ίδιος, δεν µπορεί να σε ρίξει. Με αγαπάει ο κόσµος, έχει ένστικτο, έχει δική του κρίση, την άποψή του και δεν αλλάζει εύκολα. Ο κόσµος, όταν αγαπάει κάποιον, όταν θέλει να ακούσει και περιµένει κάτι από έναν καλλιτέχνη, µπορεί να ακούει διάφορα, αλλά περιµένει να ακούσει αυτό που έχει επιλέξει και του αρέσει.

Σε είδαµε στο «Just the 2 of us» ως coach. Θα σε ενδιέφερε η θέση του κριτή κάποια στιγµή σε ένα µουσικό talent show;
Μου έχει ξαναγίνει αυτή η ερώτηση και για κάποιους λόγους είχα πει «όχι». Άλλαξα γνώµη, ναι.

Γιατί;
Γιατί αλίµονο αν εγώ δεν έχω τη σωστή άποψη και κρίνω κάποιον νέο καλλιτέχνη, τότε υποτιµώ και τον εαυτό µου. Βεβαίως, θα έλεγα «ναι» τώρα. Ίσως µε αυτόν τον τρόπο να βοηθούσα κάποιον που πραγµατικά άξιζε. Γιατί πάντα υπάρχουν καλές φωνές που µπορεί να περάσουν και απαρατήρητες, από λάθος τραγούδια, από λάθος κριτική, γιατί ο καθένας κρίνει µε το δικό του το µάτι και πολύς κόσµος πάει στα χαµένα.

Είσαι ένας καλλιτέχνης που ποτέ δεν ήσουν στο απυρόβλητο, αντίθετα ήσουν πάντα στο στόχαστρο. Σου κόστισε;
Μου κόστισε, γιατί τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης είναι πάντα σηµαντικά και παίζουν σηµαντικό ρόλο, απλώς δεν είχα την ανάλογη στήριξη. Όµως δεν το έβαλα ποτέ κάτω. ∆εν απογοητεύτηκα ποτέ. ∆εν είπα «δεν συνεχίζω» ή «θα κάνω κάτι άλλο». Ο µόνος τρόπος που µπορούσα να το αντιµετωπίσω αυτό ήταν να βρω ένα καλό τραγούδι.

Όταν λοιπόν δεν έχεις στη διάθεσή σου όλους τους δηµιουργούς, που τις περισσότερες φορές στη διάρκεια της πορείας µου ήταν «αποκλειστικοί» σε κάποια εταιρεία, δεν µπορούσαν να µου παρέχουν τα τραγούδια που θα µε βοηθούσαν.

Όµως επειδή πάντα υπάρχουν και βγαίνουν καλοί δηµιουργοί, κάποιες φορές µού έτυχαν τραγούδια τα οποία µε κράτησαν, µε διατήρησαν και µε βοήθησαν να µην περάσω στο περιθώριο.

Αυτό που λέει ο κόσµος για σένα είναι ότι δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου η φωνή σου. Υπάρχει µυστικό; Είναι το γονίδιο;
Πρώτα από όλα πρέπει να είναι το γονίδιο, γιατί στο σόι µου δεν υπήρχε µέρα που να µην είχα ακούσει τη µητέρα µου, τον πατέρα µου ή τον παππού µου να τραγουδάνε. Επιπλέον, ασχολιόµουν πολλές ώρες καθηµερινά σε µικρή ηλικία, γιατί ήµουν «άρρωστος» µε το τραγούδι, είχα «ψώνιο», µου άρεσε να τραγουδάω συνέχεια.

Τραγουδούσα τουλάχιστον 5-6 ώρες την ηµέρα. Είχα περάσει και από το Εθνικό Ωδείο 2,5 χρόνια, είχα περάσει σε µια σχολή µουσικής. ‘Ολα αυτά µου έδωσαν κάποια πράγµατα, κάποια εφόδια, τα οποία υπήρχαν πριν γίνω γνωστός στον κόσµο. ∆εν έτρεξα να κερδίσω χρόνο αφού έγινα γνωστός και µετά.

Έχω ακούσει που λένε κάποιοι συνάδελφοι «πάω στη δασκάλα µου» και τους ρωτάω «σπουδάζετε κάτι;». «Όχι», µου απαντούν, «πάω στη δασκάλα φωνητικής». Ποια δασκάλα; Πρώτα έχεις αυτό που πρέπει να έχεις και µετά γίνεσαι γνωστός. Τώρα γίνονται κάποιοι γνωστοί και µετά πάνε να µάθουν τι; Πώς θα τραγουδήσουν; Τίποτα δεν είναι παρεξηγήσιµο. Απλώς τα βλέπεις µπροστά σου και δηµιουργείται µια απορία. Επίσης, όσον αφορά τη φωνή, έχει να κάνει και µε τη χρήση, την τεχνική και την τοποθέτησή της.

Τα παιδικά σου χρόνια πώς ήταν;
Έχω προλάβει κάποιες εποχές πολύ ροµαντικές πάνω σε θέµατα εορτών. Ζούσα µε δύο οικογένειες. Ο θείος µε τα παιδιά, εγώ µε τους γονείς µου, ο παππούς και η γιαγιά και ήµασταν σε ένα σπίτι µε τρεις ορόφους. Έχω ζήσει ζεστασιά, που βοηθάει να είσαι δεµένος µε τους δικούς σου ανθρώπους, ενώ έχω πάρει πάρα πολλή αγάπη. Έχω περάσει όµορφα παιδικά χρόνια και έχω καλές αναµνήσεις.

Έλεγες τα κάλαντα;

Βέβαια. Πολλές φορές ακουγόµουν µόνο εγώ. Κάναµε και διαγωνισµό ποιος θα βγάλει πιο πολλά. Αυτό που σε διακρίνει είναι η σεµνότητά σου.

Ένα χαρακτηριστικό σου είναι ότι, όταν σου κάνουν κοµπλιµέντα, σκύβεις το κεφάλι και χαµηλώνεις τα µάτια.
Ναι. Κάπου νιώθω άβολα, δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω τον κόσµο. Το αποκορύφωµα σε αυτές τις στιγµές είναι όταν ακούς τη λέξη «Θεός». Όλοι έχουµε έναν θεό µέσα µας, γιατί ο ∆ηµιουργός µάς έφτιαξε. Αλλά ο Θεός είναι ένας. Εµείς είµαστε µικροί θεοί. ∆εν το παρεξηγώ, προς Θεού, απλώς εγώ εκείνη τη στιγµή νιώθω λίγο περίεργα.

Πού πιστεύεις ότι οφείλεται ο τεράστιος πανικός που γίνεται όταν ερµηνεύεις το κοµµάτι «Στην καρδιά»;
Είναι ένα ωραίο τραγούδι. Το κοµµάτι αυτό έγινε σιγά-σιγά. Το αγάπησε ο κόσµος σιγάσιγά, γιατί δεν πούλησα κανένα σπίτι για να το διαφηµίσω, για να το µάθει ο κόσµος και να το βγάλω µπροστά. Το τραγούδι αυτό είχε την τύχη του, γιατί ήταν ωραίο, το είπα καλά, έβαλα µέσα κάποιες δικές µου πινελιές, ειδικά στις µελωδίες στο φινάλε. Το κοµµάτι αυτό είχε το άστρο του. Αυτό που µπορώ να σου πω είναι ότι είχε τα απαραίτητα για να γίνει σουξέ. Όταν το τραγούδι βγάζει δύο τίτλους, είναι εύκολο να γίνει σουξέ.

Τι εννοείς;
Ας πούµε το τραγούδι «Μα πού να πάω» βγάζει κι άλλο τίτλο, το «Είπα να φύγω». Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που σε οδηγούν πιο κοντά στην επιτυχία.

* O Θέµης Αδαµαντίδης εµφανίζεται στο «Εµπατή North» µε τον Λευτέρη Πανταζή