Όσο δημιουργικά ήταν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης άλλο τόσο στιγματίστηκαν και από έντονη κοινωνική ανησυχία ένεκα της αβεβαιότητας στη διεθνή σκηνή, της προηγηθείσας δικτατορίας και γενικότερα της πολιτικής ανωμαλίας που «ερχόταν» από τη δεκεατία του ’60.

Πέραν των άλλων, στο στόχαστρο αρκετών νεολαίων είχαν μπει οι μεγάλες κοσμικές εκδηλώσεις όπου τα γιαουρτώματα και οι αποκλεισμοί βρίσκονταν σχεδόν στην ημερήσια διάταξη. Ο Γιάννης Πουλόπουλος λοιπόν, εκεί το ’76- ’77, είχε κληθεί να τραγουδήσει σε κάποια καλλιστεία.

Μέσα η avant-garde της εποχής κι απέξω εκατοντάδες φοιτητές να διαμαρτύρονται για τις κοσμικότητες σε μια Ελλάδα που αναζητούσε την περπατησιά της εξακολουθώντας παράλληλα να μεταναστεύει.

Ο Πουλόπουλος, γνωστός από την ταραχώδη περίοδο της 7ετίας για τους ανατρεπτικούς του δίσκους με Ζαπάτα, Νερούδα, Λόρκα, Γλέζο, Μαμαγκάκη, Πλέσσα κτλ, προσερχόμενος στο πολυτελές ξενοδοχείο της Αθήνας όπου πραγματοποιούνταν η εκδήλωση, συνεννοήθηκε στον … αέρα με τα φιλαράκια του.

Κατόπιν, μπήκε μέσα, χαιρετήθηκε εξ΄ αποστάσεως (σς όπως πάντα), πήρε το μικρόφωνο και προς έκπληξη όλων άρχισε με τον «Μετανάστη» των Κατσαρού – Ιατρόπουλου:

«Χριστέ μου που μ’ ακούς

πες κάτι στους γιατρούς

λιγάκι να μ’αφήσουν να δουλέψω

Χριστέ μου που μ’ ακούς

πες κάτι στους γιατρούς

γιατί έχω πέντε στόματα να θρέψω»!!!

Το ακροατήριο πάγωσε. Περίμεναν το «Άγαλμα», τα κινηματογραφικά του, τα άλλα καινούρια ερωτικά που του είχαν γράψει . Ωστόσο, συνέχισε απτόητος τα «τραγούδια της ξενιτιάς» όπως το: « Εψές που γιόρταζες σου βγάλαμε ένα πιάτο κι ένα ποτήρι στ΄ ονομά σου με κρασί» και κάτι τέτοια! Το σκηνικό αντιστράφηκε. Οι μέσα απορούσαν κι έξω γελούσαν, χειροκροτούσαν κι έκλαιγαν συνάμα.

Αυτός ήταν κι αυτόν τον Πουλόπουλο θυμήθηκε, χθες το απόγευμα στο Νεκροταφείο της Κηφισιάς, η παλιά μικρή παρέα του Παγκρατίου.