Του Λεωνίδα Μπλαβέρη

Στα Ψαρά βρέθηκε ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης Πάνος Καμμένος προκειμένου να εκπροσωπήσει την κυβέρνηση στις εκδηλώσεις για την 191η επέτειο από την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους, τον Ιούνιο του 1824, την ίδια ώρα που στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, προσπαθούσε κυριολεκτικώς στο «και 1’» να επιτύχει συμφωνία και αποφυγή της οικονομικής καταστροφής.

Ο ΥΕΘΑ, συνοδευόταν από τον Αρχηγό ΓΕΝ Αντιναύαρχο Ευάγγελο Αποστολάκη ΠΝ, μαζί με τον οποίο μετά το πέρας των εκδηλώσεων επιβιβάστηκε στη φρεγάτα του Στόλου «ΨΑΡΑ», η οποία είχε καταπλεύσει στο νησί για να συμμετάσχει και αυτή στις εκδηλώσεις Μνήμης.

Η καταστροφή των Ψαρών

Η καταστροφή των Ψαρών, όπως έμεινε στην Ιστορία, είναι η άλωση του νησιού και η σφαγή των κατοίκων τους από τον Οθωμανικό Στρατό τον Ιούνιο του 1824, στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821, συμφώνως με τον ιστότοπο wikipedia.org. Τα Ψαρά, μία από τις σημαντικές νήσους που με το ναυτικό τους συνέβαλαν τα μέγιστα στον ναυτικό αγώνα των Ελλήνων στην Επανάσταση του 1821 (Ύδρα-Σπέτσαι-Ψαρά) ήταν το πλησιέστερο προς την ηπειρωτική Τουρκία και λόγω της στάσεως των κατοίκων του, επέσυρε την οργή και την εκδίκησή τους για τη δράση τους.

«Στο πλαίσιο αυτό, τον Ιούνιο του 1824, η Οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει κατά των Ψαρών τον Οθωμανικό στόλο, τον οποίο εφοδίασε με 10.000 στρατό προς αποβίβαση. Από αυτούς, οι 3.000 ήταν επίλεκτοι Αλβανοί υπό τους Ισμαήλ Πασά Πλιάσα και Μπανιούς Σέβρανι, τους οποίους είχε στείλει ο Κιουταχής Ρεσίτ Μεχμέτ Πασάς στην Κωνσταντινούπολη κατά διαταγή του Σουλτάνου. Η επιτόπια αρχή της νήσου όταν έμαθε την προετοιμασία των Τούρκων έκανε συνέλευση, αλλά διχογνώμησε, διότι άλλοι υποστήριξαν ότι η υπεράσπιση έπρεπε να γίνει με τον στρατό της ξηράς, ενώ άλλοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν και πλοία. Οι μεν πρώτοι πρότειναν δε, να αφαιρέσουν τα πηδάλια από τα πλοία για να ενισχύσουν την απόγνωση των αγωνιστών και να τους κάνουν να πολεμήσουν πιο γενναία. Αυτή η γνώμη υπερίσχυσε και οδήγησε στην απώλεια των Ψαρών.

Στις 19 Ιουνίου λοιπόν έφτασε ο Οθωμανικός στρατός απέναντι των Ψαρών και μετά από δύο ημέρες έκανε απόβαση πίσω από την πόλη, στο πιο δύσβατο μέρος του νησιού. Μετά από αυτό, ο στόλος τέθηκε μπροστά στην πόλη. Οι Οθωμανοί σκορπίστηκαν ανενόχλητοι σε όλο το νησί και ήρθαν σε πόλεμο με τους κατοίκους, σφάζονταν ανηλεώς. Οι κάτοικοι του νησιού πολέμησαν όντως με μεγάλη καρτερία και απελπισία. Η πάλη ήταν τόσο φοβερή, που τα πτώματα των πεσόντων κάλυψαν το έδαφος. Οι Τούρκοι, ως πιο πολυάριθμοι υπερίσχυσαν, και κυρίευσαν την πόλη εκτός του φρουρίου, το οποίο αντιστεκόταν με μεγάλη φρουρά, εκ των οποίων 600 ήταν Θεσσαλομακεδόνες υπό των Γούλα Κασάνδριο και Σκλαβούνο Ράδο. Η φρουρά αυτή αντιστάθηκε γενναία για δύο ημέρες, μέχρι που έπεσε βόμβα στην δεξαμενή και την διέρρηξε. Όταν ο εχθρός όρμησε στο φρούριο, οι πολιορκημένοι έβαλαν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατίναξαν στον αέρα τα οχυρώματα, τους εαυτούς τους και όσους Τούρκους βρίσκονταν στο φρούριο. Μετά την πτώση του φρουρίου και την ολοκληρωτική ήττα των νησιωτών ακολούθησαν σφαγές τραγικότατες, αιχμαλωσία, αρπαγές, πυρπόληση και γενική καταστροφή του νησιού. Όσοι μπόρεσαν να διασχίσουν τον εχθρό μπήκαν στα πλοία, από τα οποία λόγω της απόφασης που είχε παρθεί από την αρχή, πολλά δεν είχαν πηδάλιο, και μέσα από τα πλοία του εχθρού έφυγαν στα νησιά του Αιγαίου. Η Ελληνική κυβέρνηση όταν έμαθε το δυστύχημα των Ψαριανών έσπευσε να δώσει στους διασωθέντες κάποια περίθαλψη, και προσωρινά τους παραχώρησε τη Μονεμβασιά για να κατοικήσουν. Οι πρόσφυγες αργότερα πήγαν στην Αίγινα και εξακολούθησαν τον αγώνα κατά του εχθρού και υπέρ της απελευθέρωσης της Ελλάδας.

Μετά την καταστροφή των Ψαρών ο Οθωμανικός στόλος έπλευσε στην Μυτιλήνη. Στις 3 Ιουλίου η Ελληνική Μοίρα με αρχηγό τον Μιαούλη ξημέρωσε έξω από τα Ψαρά και αποβίβασε 300 ναύτες. Οι Οθωμανοί που είχαν παραμείνει στο νησί όταν είδαν τους Έλληνες διακόσιοι κλείστηκαν σε μερικά σπίτια, οι υπόλοιποι τρέξαν στα πλοία, έκοψαν τις άγκυρες και, αποπλέοντας βρέθηκαν ανάμεσα στον Ελληνικό στόλο. Τότε άλλαξαν πορεία και έριξαν τα πλοία στην στεριά και τα έκαψαν. Στις 7 Ιουλίου εμφανίστηκε όλος ο εχθρικός στόλος. Οι Έλληνες απέπλευσαν στην Σάμο στις 14 Ιουλίου και μετά απέπλευσαν διότι τους τελείωσαν οι τροφές. Οι δε Οθωμανοί παρέλαβαν τους Τούρκους που είχαν απομείνει στα Ψαρά και έφυγαν για την Μυτιλήνη».