Το «γράμμα» του νόμου επικαλείται ο καταδικασμένος σε 11 φορές ισόβια, Δημήτρης Κουφοντίνας για τη δράση του στην οργάνωση «17 Νοέμβρη» προκειμένου να πείσει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου να του χορηγήσει την έβδομη κατά σειρά άδεια παρά το εισαγγελικό βέτο.

Ο κρατούμενος ο οποίος βρίσκεται στην έβδομη ημέρα απεργίας πείνας κατέθεσε σήμερα ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου πολυσέλιδο υπόμνημα διά της πληρεξουσίου δικηγόρου του, Γιάννας Κούρτοβικ.

Σε αυτό δηλώνει ότι διαθέτει τις τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής του και υποστηρίζει ότι οι δηλώσεις του ερμηνεύτηκαν «άδικα». Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζει «εσφαλμένη» και «απολύτως αναιτιολόγητη την κρίση περί ‘’κινδύνου οργάνωσης και προετοιμασίας εγκληματικών ενεργειών’’»

Συγκεκριμένα στο υπόμνημα επισημαίνεται ότι τις έξι φορές που του χορηγήθηκε άδεια «τηρηθήκαν ανελλιπώς όλοι οι όροι που τέθηκαν και καμία αντίθετη άποψη δεν διατυπώθηκε από την πλευρά των αρμοδίων για την χορήγηση οργάνων, καθώς ο Δ.Κουφοντινας επέδειξε τον οφειλόμενο σεβασμό στην άσκηση του δικαιώματος που του αναγνωρίστηκε».

Όσο αφορά το ζήτημα της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια ο Δημήτρης Κουφοντίνας τονίζει ότι στη διάταξη του νόμου γίνεται αναφορά σε «ποινή ισόβιας κάθειρξης» και όχι σε «ποινές», γεγονός που όπως τονίζει « δεν δημιουργεί κενό ή αμφιβολία, καθώς η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, είτε μία φορά επιβληθεί, είτε πολλές, με έναν τρόπο και μία φορά εκτελείται».

Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη φορά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου απέρριψε το αίτημα για τη χορήγηση άδειας στον Δημήτρη Κουφοντίνα με το σκεπτικό ότι οι πολυισοβίτες δεν δικαιούνται άδεια.

Όσο αφορά την συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων ο Δημήτρης Κουφοντίνας τονίζει στο υπόμνημα του ότι «σε κάθε περίπτωση , οι πράξεις αξιολογήθηκαν ποινικά από το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση . Η ποινική αξίωση της Πολιτείας εκφράστηκε και επιβλήθηκε με την απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου και στην εκτέλεσή της εξαντλείται. Το Συμβούλιο της Φυλακής καλείται να την εκτελέσει κατά την έννοια και τις διατάξεις του νόμου και μέσα στα πλαίσια που του ορίζει ο Δικαστής, δεν δύναται όμως να την επαναξιολογήσει ούτε να την κρίνει ούτε να την επιβαρύνει μεοποιοδήποτε τρόπο, καθώς αυτό το δικαίωμα ανήκει κυριαρχικά στην Δικαιοσύνη, η οποία και αποφάνθηκε. Μια αντίληψη , επομένως , που απαιτεί από το Συμβούλιο της Φυλακής να επιβαρύνει τις συνθήκες έκτισης και να επιμηκύνει με τον τρόπο αυτό την παραμονή του κρατούμενου μέσα στη φυλακή, είναι έξω από το γράμμα του νόμου και από το πνεύμα του νομοθέτη αλλά είναι και αντίθετη με τις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές.

Παράλληλα, στο υπόμνημα επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής του καθώς «θα τηρήσει τους όρους που θα του τεθούν, εκτός των άλλων , και από σεβασμό στους ανθρώπους που υπογράφουν για την χορήγηση της άδειας, αλλά και από σεβασμό στο δικαίωμα των κρατούμενων να διαφυλαχτεί για όλους ο θεσμός της άδειας που κατακτήθηκε με αγώνες».

Προς επίρρωσιν αυτού του ισχυρισμού τονίζει ότι

- Στην φυλακή δεν έφθασε μετά από σύλληψή του, αλλά ο ίδιος παρουσιάστηκε αυτοβούλως και έθεσε τον εαυτό του στην κρίση της Δικαιοσύνης και της κοινωνίας κατά τα όσα και παραπάνω αναφέρονται,

- Έχει οικογένεια κατά τα όσα έχουν ήδη εκτεθεί και ένα ισχυρό οικογενειακό περιβάλλον με το οποίο συνδέεται πολύ στενά,

- Έχει δραστηριότητες συγγραφικές και εκδοτικές από τις οποίες στηρίζεται η οικογένεια του ,

- Έχει εξ αυτών δημόσια παρουσία και κύκλο βιοτικών σχέσεων, τις οποίες δεν νοείται να διαρρήξει προς τον σκοπό μιας άλλης επιλογής παρανομίας,

- Τήρησε ανελλιπώς τους όρους και επέστρεψε, συχνά μάλιστα νωρίτερα από το προβλεπόμενο, στο κατάστημα κράτησης.

«Οι δηλώσεις μου ερμηνεύτηκαν άδικα»

 Παράλληλα, στο υπόμνημα τονίζεται ότι «η τυχόν παραπομπή σε δηλώσεις του κρατούμενου που ενδεχομένως θεωρούνται ενοχλητικές δεν αρκεί για να θεμελιωθεί υποψία τέλεσης εγκλημάτων. Στην προκείμενη περίπτωση όμως οι δηλώσεις του έχουν ερμηνευθεί και με τρόπο άδικο.Επί παραδείγματι η φράση «να αντισταθούμε στην κρατική τρομοκρατία» (που επικαλείται το τελευταίο εναντίον του βούλευμα) είναι φράση συνθήματος που επί πολλές δεκαετίες συνοδεύει κάθε κάλεσμα για διαμαρτυρία ενάντια σε αυθαίρετες στάσεις ή αποφάσεις , όπως τις εκλαμβάνουν οι πολίτες. Η φράση περί «του κόκκινου νήματος των αγώνων» αποτέλεσε την φράση με την οποία σηματοδοτούσε την έναρξη της απεργίας πείνας, πριν ένα χρόνο και δεν μπορεί να θεωρείται ως κάλεσμα σε άσκηση βίας , καθώς η απεργία πείνας δεν συνιστά άσκηση βίας.

Εξάλλου και ως προς την τρίτη αναφορά σε βάρος του , στο πρόσφατο απορριπτικό βούλευμα του Δ.Σ. του Βόλου, σύμφωνα με την οποία «Την 22/9/2015 ο κρατούμενος απέστειλε στα ΜΜΕ κείμενο όπου περιγράφει τον εαυτό του ως πολιτικό κρατούμενο που αμφισβήτησε δυναμικά και ένοπλα το μονοπώλιο της κρατικής βίας», στην οποία αναφέρθηκε και ο εισαγγελικός λειτουργός κατά την διάρκεια του τελευταίου πειθαρχικού συμβουλίου, ζητώντας γι αυτήνδιευκρινίσεις, είναι προφανές ότι αυτή είναι μία φράση που περιγράφει την δράση του κρατούμενου για την οποία βρίσκεται στη φυλακή , όπως αυτός την διατυπώνει και δεν αναγγέλλει τέλεση «νέων πράξεων βίας.

Ο χαρακτηρισμός του «πολιτικού κρατούμενου» είναι χαρακτηρισμός ευρείας χρήσης, ο οποίος αναφέρεται στα πολιτικά κίνητρα του καταδικασμένου, και ενυπάρχει και στην έννοια του «πολιτικού εγκλήματος», για το οποίο ευρεία συζήτηση υπάρχει στον νομικό κόσμο , ως προς την αποδοχή των υποκειμενικών ή αντικειμενικών κριτηρίων για την περί αυτού κρίση ( Σύνταγμα, αρμοδιότητα δικαστηρίου κλπ)».

Ταυτόχρονα, στο υπόμνημα χαρακτηρίζεται «εσφαλμένη» και «απολύτως αναιτιολόγητη την κρίση περί ‘’κινδύνου οργάνωσης και προετοιμασίας εγκληματικών ενεργειών’’». Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «μία τέτοια αντιμετώπιση πάσχει περαιτέρω και από αντιφατικότητα καθώς έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι ο ίδιος ο κρατούμενος επέλεξε να εμφανιστεί αυτοβούλως στην ΓΑΔΑ, το 2002, δηλώνοντας «το τέλος» μιας πορείας (πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στις 6/9/2002) και υπέβαλε τον εαυτό του στην κρίση της Δικαιοσύνης και της κοινωνίας κατά τα όσα τότε συνέβησαν.Ως εκ τούτου ερμηνευτικές κρίσεις που αφορούν τις ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις και την έκφραση τους δεν βρίσκουν έρεισμα στο νομικό πλαίσιο που ισχύει , ούτε μπορεί να αποτελούν προϋπόθεση της χορήγησης της άδειας».