Μία ψηφοφορία για πολύ γερά νεύρα και με πολλές προεκτάσεις εκτυλίχθηκε στη Γλυφάδα για την εκλογή του νέου μητροπολίτη Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης στις 20 Μαρτίου, με τον επίσκοπο Σαλώνων Αντώνιο, γενικό διευθυντή της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών και άνθρωπο που χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικός γνώστης των οικονομικών στοιχείων της Εκκλησίας, να χειροτονείται μητροπολίτης.

Ο νέος ιεράρχης, σύμφωνα με πρόσωπα που γνωρίζουν καλά τα εκκλησιαστικά δρώμενα, θεωρείται εκλεκτός του Αρχιεπισκόπου, με τη διαδικασία εκλογής να γίνεται αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Κι αυτό διότι στην αρχική καταμέτρηση των ψήφων ο αρχιμανδρίτης Αλέξιος Ψωίνος υπερίσχυσε με 38 ψήφους έναντι 37 του επισκόπου Σαλώνων, αλλά διενεργήθηκε επανακαταμέτρηση, που «έδωσε» ισοψηφία. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, γύρω από τον αρχιμανδρίτη είχαν συσπειρωθεί ιεράρχες οι οποίοι είχαν ασκήσει έντονη κριτική στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ενώ τη στήριξή τους στο πρόσωπό του είχαν εκφράσει με κοινή δήλωσή τους οι δήμαρχοι Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, Γρηγόρης Κωνσταντέλλος, Γλυφάδας, Γιώργος Παπανικολάου, και Ελληνικού-Αργυρούπολης, Γιάννης Κωνσταντάτος.

Η τελική ισοπαλία μεταξύ του πρωτοσύγκελου της Μητρόπολης, αρχιμανδρίτη Αλέξιου Ψωίνου, και του επισκόπου Σαλώνων Αντωνίου άφησε τις δύο πλευρές ικανοποιημένες, την καθεμία για διαφορετικούς λόγους. Από τη μία κύκλοι προσκείμενοι στην Αρχιεπισκοπή ανέφεραν ότι ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας παραμένει ισχυρός και από την άλλη η πλευρά των ηττημένων υποστηρίζει ότι η τελική ισοπαλία και η εκλογή του έχοντος τα πρεσβεία δείχνει ότι η επιρροή του Αρχιεπισκόπου είναι σε πτωτική τάση.

Εκκλησιαστικές πηγές επίσης ανέφεραν ότι η ιερή αυτή μάχη έδειξε ότι στο παρασκήνιο ξεκίνησε η μάχη για την επόμενη ημέρα στην Εκκλησία της Ελλάδος, δεδομένου ότι ο κ. Ιερώνυμος, ήδη από το 2010 είχε αναφέρει ότι «δεν θα ήθελα να είμαι ένας αρχιεπίσκοπος που τον τραβάνε από τα χέρια και τον βάζουν με το ζόρι να καθίσει στον θρόνο του επάνω». Παράλληλα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο για μια διακριτική μομφή στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου, με αφορμή την εκλογή νέου μητροπολίτη στη Γλυφάδα, επισημαίνοντας τις αντιδράσεις που υπήρξαν στους κόλπους της Ιεραρχίας όλο το διάστημα που μεσολάβησε από τις κοινές δηλώσεις του με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, στο Μέγαρο Μαξίμου, στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου. Οι αντιδράσεις αυτές είχαν πάρει εκτεταμένη μορφή λίγες ημέρες αργότερα στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, όταν ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος αποχώρησε επειδή δεν του δόθηκε ο λόγος.

Οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Εκκλησίας συνδέονται άρρηκτα με το «ναυάγιο» της πολυδιαφημισμένης συμφωνίας μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του προκαθήμενου της Ελλαδικής Εκκλησίας, η οποία παρουσιάστηκε μετά βαΐων και κλάδων σε κοινή συνέντευξη τον περασμένο Νοέμβριο.

Το «ναυάγιο» επισημοποιήθηκε μετά την πρόσφατη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, στην ανακοίνωση της οποίας διατυπώθηκαν οι ήδη γνωστές θέσεις. Να παραμείνει, δηλαδή, το «υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος» και η αντίθεση της ιεραρχίας στην «επιχειρούμενη συνταγματική μεταβολή», ενώ μπήκαν στην ατζέντα του διαλόγου με την κυβέρνηση επιπλέον θέματα, όπως «οι οργανικές θέσεις των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, η αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά τις Συμβάσεις της 18.9.1952».

ΥΠΟΧΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ

Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου και η παραδοχή του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου κατά τη διάρκεια της αντιφώνησής του για «τυχόν λάθη που έχουν γίνει τόσο σε διαδικαστικό όσο και σε επικοινωνιακό επίπεδο, φυσικά και από εμένα τον ίδιο», όπως ανέφερε, αποτυπώνουν, σύμφωνα με εκκλησιαστικούς παράγοντες, την υποχωρητική διάθεση που διαπιστώνεται το τελευταίο διάστημα.

Η ίδια διάθεση, πάντως, διαπιστώνεται και στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Παρόλο που η αρχική φημολογία ήθελε την κυβέρνηση να προχωράει σε μονομερείς ενέργειες και να νομοθετεί όσα είχαν ανακοινωθεί τον περασμένο Νοέμβριο, ανοίγοντας τις 10.000 θέσεις εργασίας, οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει και το θέμα παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.

Οι παράγοντες που επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη των πραγμάτων ήταν από τη μία οι επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε συνδυασμό με το ήδη διαμορφωμένο αρνητικό κλίμα που υπάρχει στις τάξεις των κληρικών. Η αρνητική αυτή στάση δεν περιορίζεται απλώς σε συζητήσεις, αλλά αποτυπώνεται και στα κηρύγματα των ιεραρχών με επίκεντρο τόσο την κυβερνητική πρόταση για τη μισθοδοσία των κληρικών όσο και τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ενδεικτικά των αντιδράσεων ήταν όσα είπε ο μητροπολίτης Κονίτσης Ανδρέας την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Εξαπέλυσε από άμβωνος επίθεση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κυβέρνηση λέγοντας για τον πρώτο ότι «επεκύρωσε την επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών με την υπογραφή του». Παράλληλα, εξέφρασε τον φόβο του ότι «μετά το λεγόμενο “Μακεδονικό”, η Πολιτεία θα ασχοληθεί και με το λεγόμενο “Αλβανικό”».

Στις 14 Μαρτίου ο μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος σε ομιλία του «φωτογράφισε» την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας χαρακτηριστικά: «Άνθρωποι με ιδεολογικές εμμονές, με παλιές φόρμες στο μυαλό τους, λαμβάνουν λανθασμένες αποφάσεις έναντι της Εκκλησίας. Μη σιωπάτε και μη μένετε αδρανείς, όταν διαβάλλεται η Εκκλησία μας. Μιλήστε, πείτε την αλήθεια του έργου μας, υπερασπιστείτε τους ιερείς μας, πείτε τι σημαίνει ο παπάς στην ελληνική κοινωνία».

Αντιπροσωπευτικά ήταν και όσα ειπώθηκαν στους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ο μητρoπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος σε δηλώσεις του ανέφερε ότι η σημερινή (σ.σ.: 25η Μαρτίου) είναι ημέρα μνήμης, αλλά και διδακτική συνάμα για όλους. Ιδίως για αυτούς που τολμούν να παραχωρούν γεωπολιτικά δικαιώματα της χώρας μας. Στις 23 Μαρτίου ο μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων Νεκτάριος εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στην κυβέρνηση, λέγοντας ότι «οι κρατούντες πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι, κόβοντας τη μισθοδοσία των ιερέων, θα δημιουργηθούν αντικίνητρα σε όσους επιθυμούν να γίνουν κληρικοί και αυτό, προϊόντος του χρόνου, θα οδηγήσει στη διάλυση της Εκκλησίας του Χριστού». Ο μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου Ιερώνυμος από την πλευρά του τόνισε ότι: «Παναγία και Ελλάδα ταυτίζονται στη συνείδησή μας. Αυτά τα ιερά μεγέθη της αγάπης στην πατρίδα και στην Εκκλησία μας είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα, που δεν μπορούν να χωρίσουν».

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

Κερδισμένο από το μπρα-ντε-φερ της κυβέρνησης με τους ιερείς για τις αλλαγές στη μισθοδοσία τους εμφανίζεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και αυτό γιατί έμπειροι παρατηρητές των εξελίξεων επισημαίνουν ότι η μοναδική πλευρά που έμεινε σταθερή στη θέση της ήταν αυτή του Φαναρίου. Από το Πατριαρχείο είχαν διατυπώσει τη θεμελιώδη διαφωνία τους στην αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, αλλά και είχαν επισημάνει τα κενά σημεία που δημιουργούνταν γύρω από τη μισθοδοσία του Κλήρου, που υπάγεται πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλαδή οι ιερείς της Κρήτης, των Δωδεκανήσων και των Νέων Χωρών (Ηπειρος, Μακεδονία, Θράκη).