«Ο όρος διαχωρισμός ή χωρισμός Πολιτείας –Εκκλησίας κατ' αρχάς είναι ένας όρος ατυχής, ένας όρος αδόκιμος, διότι δεν μπορείς να χωρίσεις το έθνος από την Εκκλησία, μπορείς όμως να ενισχύσεις τους διακριτούς ρόλους. Αυτό είναι λιγότερο θέμα συνταγματικής αναθεώρησης και περισσότερο ζήτημα νομοθετικών πρωτοβουλιών» τόνισε ο επίκουρος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών, Γεώργιος Ανδρουτσόπουλος,

Μιλώντας στα Παραπολιτικά 90,1 ο κ. Ανδρουτσόπουλος εξήγησε: «Το ορθότερο θα είναι να μιλούμε για ένα προσχέδιο συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας και όχι για μια συμφωνία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να είχε ακολουθηθεί ο αντίστροφος δρόμος, δηλαδή επειδή εδώ έχουμε δύο συνομιλητές, από τη μία τον πρωθυπουργό και από την άλλη τον Αρχιεπίσκοπο οι οποίοι στην αντίληψη του κόσμου είναι ότι αυτοί είναι ισότιμοι πράγμα το οποίο δεν ισχύει. Ο πρωθυπουργός είναι ο πρόεδρος της εκάστοτε κυβερνήσεως, έχει μια απόλυτη ελευθερία κινήσεως και στην επιλογή της τακτικής και στην επιλογή των προσώπων, ο Αρχιεπίσκοπος από την άλλη επειδή η Ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθεί το Συνοδικό σύστημα δεν είναι Πάπας, άρα όταν μιλάει ο Αρχιεπίσκοπος μιλάει εκφράζοντας την άποψη του συνόλου των Μητροπολιτών, η οποία λαμβάνεται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας.»

Για τη μισθοδοσία των κληρικών: «Οι κληρικοί της Ορθόδοξης εκκλησίας με βάση την νομολογία των δικαστηρίων δεν θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι παρά το γεγονός ότι μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. Στην περίπτωση των εφημεριών προέχει η θρησκευτική τους ιδιότητα ως θρησκευτικοί λειτουργοί και για αυτο και οι κληρικοί δεν υπάγονται στον απαγορευτικό κανόνα του συντάγματος ο οποίος απαγορεύει τη διπλοθεσία στο Δημόσιο. Εγώ φοβάμαι μήπως το όλο πράγμα, χωρίς αυτό να είναι στις προθέσεις και των δύο πλευρών, αποδειχθεί τελικώς ότι είναι ένα επικοινωνιακό τέχνασμα. Το λεω αυτό γιατί κατατέθηκε ένα προσχέδιο συμφωνίας με 15 σημεία η εφαρμογή της οποίας, η κατάρτιση και η τελική υλοποίηση της είναι υπό αίρεση. Δηλαδή της έγκρισης αφενός από το πολιτικό συμβούλιο και αφετέρου της έγκρισης κυρίως από το σώμα της ιεραρχίας που είναι οι 82 μητροπολίτες.

Πώς είναι δυνατόν με αυτό τον τρόπο να δίνεται το επιχείρημα και η εντύπωση ότι αύριο είναι δυνατόν –όπως ανακοινώθηκε ήδη από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο– ότι μπορεί να γίνουν 10 χιλιάδες προσλήψεις από τη στιγμή που αυτό είναι σε φάση προσχεδίου και από την άλλη το ποσό που ήδη δαπανάται για αυτούς τους 10 χιλιάδες κληρικούς θα εξακολουθήσει να δαπανάται.»

Ο κ. Ανδρουτσόπουλος αναρωτήθηκε αν η συμφωνία ή το προσχέδιο δεσμεύει και τους κληρικούς της Εκκλησίας της Κρήτης ή των Δωδεκανήσων από τη στιγμή που η μισθοδοσία του κλήρου αφορά και αυτούς. «Αν δεσμεύει και αυτούς, στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε προηγουμένως να έχει υπάρξει η αναγκαία προσυνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο που είναι καθ’ ύλην αρμόδιο» συνέχισε.

Ερωτηθείς αν ανοίγει η πόρτα για το μη έλεγχο από την ελληνική πολιτεία των μουφτήδων: «Αυτή είναι μια υπόθεση εργασίας, την οποία δεν μπορώ να την υιοθετήσω, γιατί οι μουφτήδες είναι ένα τελείως διαφορετικό καθεστώς βεβαίως κανείς δεν μπορεί να αποκλείει στο μέλλον τίποτα γιατί κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει το αύριο».