Ενας από τους ανθρώπους που βίωσε έντονα την ανείπωτη τραγωδία στην Ανατολική Αττική είναι ο ιερέας του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Μάτι, π. Δωρόθεος, ο οποίος τη στιγμή της πυρκαγιάς βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας, όπου τώρα συγκεντρώνουν ρούχα, τρόφιμα και διάφορα προϊόντα για τους πληγέντες. «Μόλις είδα στα 200 μέτρα τη φωτιά, κλείδωσα την εκκλησία και έφυγα. Εκανα τον σταυρό μου και γλύτωσα», δήλωσε στα «Παραπολιτικά» και συνέχισε: «Σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να παγιδευτεί κάποιος στον ναό. Πήγα στην Αγία Μαρίνα, όπου είχαν κατεβεί οι γιαγιάδες και οι μοναχές από το Λύρειο Ιδρυμα. Ημουν κοντά τους, βλέπαμε τη φωτιά και προσευχόμασταν να μην καεί κόσμος».

Ο π. Δωρόθεος κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας επισήμανε πως δεν υπήρχε συντονισμός ώστε να σωθεί κόσμος και μας μίλησε για τον ιερέα Σπύρο Παπαποστόλου, που έχασε τη ζωή του από τη φωτιά, αλλά και για τους ανθρώπους που εκφράζουν με βουβό τρόπο τη θλίψη τους.

«Κάθε μέρα έρχεται στην εκκλησία το παλληκάρι που έχασε το μωρό του, 6 μηνών. Είχαμε κλείσει τη βάπτιση για τις 16 Σεπτέμβρη και την Τετάρτη κάναμε την κηδεία. Το παιδί ήταν στην αγκαλιά της μητέρας του και πνίγηκε από τις αναθυμιάσεις και η μητέρα έπαθε καθολικά εγκαύματα», ανέφερε, ενώ σε ερώτησή μας για το πώς αντέχει να κουβαλάει όλες αυτές τις ιστορίες της φονικής πυρκαγιάς, μας απάντησε: «Ανθρώπινα και απλά, πιστεύω ότι ο Θεός αυτή τη στιγμή μου έχει δώσει δύναμη για να προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου, αλλά κυρίως να στηρίξω τους ανθρώπους».

«Χάθηκαν ζωές»

Στη συνέχεια, έχοντας δίπλα μας τον π. Δωρόθεο, κατευθυνθήκαμε προς το Λύρειο Παιδικό Ιδρυμα, που καταστράφηκε από τις φλόγες, αλλά, όπως έγινε γνωστό, θα ανακαινιστεί από τη «Μότορ Οϊλ Διυλιστήρια Κορίνθου Α.Ε.», σε συνεννόηση πάντα με το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος. Εκεί, μας καλωσόρισε η ηγουμένη του ιδρύματος, γερόντισσα Μαρία, η οποία βρίσκεται στο ίδρυμα από το 1975 και έχει αναθρέψει δεκάδες ορφανά, τα οποία έβρισκαν δίπλα της έναν άνθρωπο να τα αγκαλιάσει και να τα διαπαιδαγωγήσει σωστά. «Είναι πολύ θλιβερό και στενόχωρο πράγμα. Αυτό που πάθαμε εμείς εδώ στο Λύρειο Ιδρυμα είναι το λιγότερο, γιατί έχουμε μόνον υλικές ζημιές», μας είπε και συνέχισε να μας περιγράφει την τεράστια καταστροφή που υπέστη μία κοινωνική δομή που λειτούργησε για δεκαετίες ως πρότυπο. «Κάηκαν σπίτια. Κάηκε το σπίτι των παιδιών, κάηκε το μεγάλο κτίριο, ο ξενώνας δηλαδή, που είχαμε γερόντισσες απροστάτευτες, κάηκαν οι αποθήκες, τα γραφεία, το λογιστήριο με την κοινωνική υπηρεσία, οι αίθουσες υποδοχής. Αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που έγινε στο Μάτι και χάθηκαν ζωές».

Η ηγουμένη, ένας πράος και ευπροσήγορος άνθρωπος, που, όση ώρα μείναμε εκεί, διαρκώς έρχονταν δίπλα της παιδιά του ιδρύματος, αποκαλώντας την «μάνα», στάθηκε αρκετές φορές στο θέμα της ανθρώπινης ζωής. Οταν τη ρωτήσαμε πώς σώθηκε το προσωπικό και τα παιδιά, μας απάντησε πως «γλυτώσαμε με την επέμβαση του Θεού» και πρόσθεσε πως «δεν μπορούμε αλλιώς να το εξηγήσουμε, γιατί ήταν τόσο γρήγορο. Τα παιδιά είχαν φύγει το πρωί της Δευτέρας για κατασκήνωση. Και ήμασταν εδώ οι μοναχές, οι γερόντισσες και δέκα παιδιά. Οταν ξέσπασε η φωτιά ήταν πέντε το απόγευμα. Τα παιδιά που έμειναν στο ίδρυμα τα είχαμε βάλει και ξεκουράζονταν. Κάποια στιγμή συννέφιασε ο ουρανός και είπαμε “θα βρέξει”. Και λέμε, “καλέ, η βροχή έχει κόκκινες γραμμές, είναι φωτιά”. Τη βλέπαμε μακριά, από την Καλλιτεχνούπολη πιο πέρα. Είπα στην αδελφή Καλλινίκη να πάρουμε τηλέφωνο την Αστυνομία για να ρωτήσουμε πού είναι η φωτιά. Στη συνέχεια είδαμε στον δρόμο έναν μοτοσυκλετιστή να τρέχει και μας είπε ότι η φωτιά είναι στο Νταού και αμέσως φύγαμε».

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 4/8/2018