«Υπάρχει διάχυτος αντισημιτισμός στην ελληνική κοινωνία, που κινείται υπόγεια και εμφανίζεται κυρίως ως προκατάληψη απέναντι στους Εβραίους» εκτιμά ο πρώην ευρωβουλευτής Μιχάλης Τρεμόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου «Τα τρία Ε (ΕΕΕ) και ο εμπρησμός του Κάμπελ - το πογκρόμ του 1931 στη Θεσσαλονίκη».

«Η Θεσσαλονίκη, για να προχωρήσει όπως της αξίζει, θα πρέπει να δει κριτικά το παρελθόν της, να φωτίσει με ειλικρίνεια τις σκοτεινές της πλευρές, να αποκαταστήσει την ιστορική της μνήμη και πάνω στις κατακτήσεις της να οικοδομήσει ένα καλύτερο μέλλον» λέει ο κ.Τρεμόπουλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, με αφορμή τη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου του, στον απόηχο και της χθεσινής βεβήλωσης του μνημείου του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη.

Το βιβλίο αναφέρεται σε ένα σημαντικό κεφάλαιο της προπολεμικής Θεσσαλονίκης, που ερευνήθηκε με στόχο να συμπληρωθούν σημαντικές σελίδες της ιστορίας της πόλης. Η «Εθνική Ένωσις Ελλάς» (ΕΕΕ ή 3Ε), όπως γράφει ο συγγραφέας, δεν υπήρξε μια απλή οργάνωση. Η εμφάνισή της το 1927 στη Θεσσαλονίκη και η ανάπτυξή της είναι αντίστοιχη των εξελίξεων στην Ελλάδα - και στην Ευρώπη - κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και της Κατοχής. Με προσφυγικές ρίζες και πολιτικές διασυνδέσεις, η ΕΕΕ θα αναδειχθεί μετά το 1929 σε σημαντική εθνικιστική, αντισημιτική και αντικομουνιστική οργάνωση, συσπειρώνοντας χιλιάδες μέλη και δημιουργώντας δεκάδες παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα καθώς και δορυφορικές ή συνεργαζόμενες οργανώσεις, Αποκορύφωμα των βιαιοτήτων υπήρξε ο εμπρησμός και το πογκρόμ βιαιοτήτων στην εβραϊκή συνοικία Κάμπελ, τον Ιούνιο του 1931.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Μ.Τρεμόπουλου:

Ερώτηση: Στοιχεία του αντισημιτισμού εκείνης της περιόδου είναι αναγνωρίσιμα στο σήμερα;

Απάντηση: Υπάρχει διάχυτος αντισημιτισμός στην ελληνική κοινωνία, που κινείται υπόγεια και εμφανίζεται κυρίως ως προκατάληψη απέναντι στους εβραίους, προς το παρόν τουλάχιστον, αν και υπάρχουν ήδη ακραία φαινόμενα. Ο αντιεβραϊσμός βασίζεται σε έναν αρχαϊκό μηχανισμό αποδιοπόμπησης, ο οποίος εμφανίζεται σε κοινωνίες που βρίσκονται απέναντι σε συνθήκες κρίσης, σε μια διαδικασία αναζήτησης υπευθύνων. Οι θεωρίες συνωμοσίας, που κυκλοφορούν, συνυπάρχουν με συναισθήματα ματαίωσης προσδοκιών, φόβου για το μέλλον και ένα διάχυτο αίσθημα στέρησης. Και η κρίση των τελευταίων χρόνων ήρθε να επιτείνει αυτά τα φαινόμενα.

Ερ.: Εκτιμάτε πως η ιστορία της Θεσσαλονίκης εξακολουθεί να έχει πολλές μαύρες τρύπες που δεν έχουν καταγραφεί;

Απ.: Βεβαίως. Η Θεσσαλονίκη, για να προχωρήσει όπως της αξίζει, θα πρέπει να δει κριτικά το παρελθόν της, να φωτίσει με ειλικρίνεια τις σκοτεινές της πλευρές, να αποκαταστήσει την ιστορική της μνήμη και πάνω στις κατακτήσεις της να οικοδομήσει ένα καλύτερο μέλλον. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για μια ειλικρινή προσέγγιση στο ιστορικό παρελθόν της αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη για την ίδια την πόλη, τους πολίτες και τις ταυτότητες που συγκροτούνται. Η γνώση της πλούσιας τοπικής ιστορίας, η τεκμηρίωση των αφηγήσεων, η επιστροφή και η καλλιέργεια της μνήμης, η ανάδειξη των σημαντικών στιγμών χωρίς ρετουσάρισμα, μπορούν να λειτουργήσουν και ως πηγή έμπνευσης και να συμβάλλουν σε μιαν άλλη πορεία.

Είναι σαφές ότι η επιλεκτική μνήμη των σύγχρονων εθνικιστών δεν βολεύεται πια μόνο με πλαστές συνέχειες του έθνους, σκόπιμες αποσιωπήσεις γεγονότων, προπαγανδιστικές ιδεολογικές κατασκευές και μυθικές αφηγήσεις που διεγείρουν αυτούς που είναι έτοιμοι να πειστούν. Το φαντασιακό ραντεβού τους με το πεπρωμένο της φυλής έχει αποδειχτεί πως περνάει και μέσα από εγκληματικές πράξεις, για τις οποίες υπάρχει η προσμονή ότι θα αποδοθεί Δικαιοσύνη.

Ερ.: Η καταδίκη περιστατικών όπως η χθεσινή βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος αρκεί; Τι παραπάνω μπορεί γίνει και σε ποιο επίπεδο; Είναι η νομοθεσία που πρέπει να ενισχυθεί;

Απ.: Η φραστική καταδίκη είναι απαραίτητη από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις αλλά δεν αρκεί. Θυμίζω ότι και αριστερές δυνάμεις έχουν χρησιμοποιήσει ως στόχο διαμαρτυρίας για την πολιτική του Ισραήλ το μνημείο του Ολοκαυτώματος, που αφορά Έλληνες εβραίους και μάλιστα θύματα διώξεων. Επίσης, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι, όσες φορές κάποια κόμματα προσπάθησαν να αποκομίσουν εκλογικά οφέλη υιοθετώντας θέσεις της ακροδεξιάς, τελικά μεταλλάχτηκαν τα ίδια, ή έδειξαν απλώς στους ψηφοφόρους την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να κινηθούν και να αναζητήσουν τον γνήσιο εκφραστή τους.

Η νομοθεσία μπορεί να πει κανείς ότι επαρκεί, αρκεί να εφαρμόζεται. Το πολιτικό σύστημα είναι αυτό που αποδείχθηκε ανίκανο να αντιμετωπίσει έγκαιρα το φαινόμενο του ακροδεξιού λαϊκισμού και υποτίμησε την ανάγκη ευρύτερων συσπειρώσεων των πολιτικών δυνάμεων και συνεκτικής αντιμετώπισής του επί της ουσίας και στο επίπεδο των αξιών.

Επιπλέον, η αντίθεση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις αντιδημοκρατικές πρακτικές της ευρωπαϊκής ελίτ δεν μπορεί να οδηγεί στην επιστροφή στο κέλυφος του έθνους - κράτους. Η πλανητική συνείδηση είναι απαραίτητη στην εποχή της οικολογικής κρίσης, όπως και η επιλογή της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Χρειάζεται μια ειλικρινής προσέγγιση του ιστορικού παρελθόντος, νέα κουλτούρα κατανόησης και αλληλεγγύης, μη βίας και διαλόγου, συνθέσεων και συνεργασιών, δημοκρατικής παιδείας και σεβασμού στην ταυτότητα και τον λόγο του άλλου.

Ερ.: Το βιβλίο γράφτηκε με στόχο να ενισχυθεί η διάθεση αντιμετώπισης του εθνικιστικού, αντισημιτικού και νεοναζιστικού φαινομένου με την απαραίτητη ιστορική αναδρομή. Ξεκινάμε πλέον από νωρίς να μιλάμε στα παιδιά για την ιστορία που μέχρι πρότινος πολλοί επέλεγαν να την αποσιωπούν ως άβολη; Βαδίζουμε πλέον με επίγνωση και τι γίνεται με τις γενιές που μεγάλωσαν χωρίς να διδαχθούν την ιστορία;

Απ.: Εκτός από την οικογένεια, η επίδραση της οποίας μετριάζεται σήμερα από την κυριαρχία του internet, της τηλεόρασης, των ποικίλων ομαδοποιήσεων κτλ, θα πρέπει να αναδειχτούν όλοι οι παράγοντες που συγκροτούν έναν άλλο πολιτισμό και κάνουν εφικτό τον άλλο κόσμο της ανθρώπινης χειραφέτησης. Και εδώ η παιδεία παίζει έναν σοβαρό ρόλο.

Ερ.: Το βιβλίο καταγράφει τη στάση του Τύπου, των πολιτικών, των κομμάτων, της Δικαιοσύνης στο πογκρόμ στο Κάμπελ. Σήμερα η στάση των θεσμών απέναντι σε φαινόμενα αντισημιτισμού είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι με βάση τον ρόλο και την ευθύνη τους;

Απ.: Προσπάθειες γίνονται από κάποιους αλλά δεν αρκούν. Ο πολίτης καλείται να επιβιώσει σ' έναν πολύπλοκο, αντιφατικό κι επικίνδυνο σύγχρονο κόσμο, της μη ανοχής, της βίας, της μισαλλοδοξίας, του εθνικισμού, της σύγκρουσης. Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η προσφυγική κρίση και οι επιθέσεις του ισλαμικού φονταμενταλισμού ανέδειξαν όχι μόνο τα όρια της ανοιχτής κοινωνίας αλλά και ότι η ακροδεξιά ατζέντα, ο σκληρός ευρωσκεπτικισμός, οι εθνικιστικές και ανάλγητες πολιτικές έχουν σε κάποιες χώρες πλειοψηφική έφεση. Γι αυτό, αντί οι "θεσμοί" να ασχολούνται με την οικονομία και μάλιστα με τρόπο που αναπαράγει τις πολιτικές απορρύθμισης, αντί να προσφέρονται ευκαιρίες (όπως η διαφθορά και η ιδιοτέλεια) για συνολική απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών, χρειαζόμαστε διαφορετικές οπτικές, που να υπερασπίζονται τις αξίες ενός κόσμου συνεργασίας και αλληλεγγύης. Η καλλιέργεια της παιδείας του βιώματος, της ανοχής και του διαλόγου θα πρέπει να συνοδεύεται και από πολιτικές που εμποδίζουν ώστε το ιδεολογικό φορτίο του λαϊκισμού και του εθνικισμού να καθίσταται κοινωνικά αποδεκτό, να εμφανίζεται ως πολιτικά ανώδυνο και να γίνεται πιο εύκολο να υιοθετηθεί από πολλούς, χωρίς αναστολές.