Η διεταιρικότητα και η διεπιστημονικότητα, έννοιες κλειδιά για τη σύγχρονη αντιμετώπιση των ασθενών, βάλλονται ευθέως από το νομοσχέδιο για τη λειτουργία των ιατρικών επιστημονικών εταιρειών, ένα νομοσχέδιο που διχάζει και προκαλεί αναταράξεις στον ιατρικό κόσμο.

Το παραπάνω συμπέρασμα προέκυψε, μεταξύ άλλων, από το 10ο Ετήσιο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας για τη Μυοσκελετική Υγείας (ΕΠΕΜΥ) με κεντρικό θέμα το AGEING και τίτλο «Μεγαλώνοντας – Η Ηλικιακή Μετάβαση».

Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στο συνέδριο, το νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας που αφορά στη λειτουργία των επιστημονικών εταιρειών, με τη σημερινή του μορφή, φαίνεται ότι θέτει σοβαρά εμπόδια στη λειτουργία των εταιρειών που αποτελούνται από ιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων. «Η διεταιρικότητα και η διεπιστημονικότητα που με τόσο κόπο αναπτύχθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια δεν πρέπει να στοχοποιηθούν. Συμφωνούμε με την ανάγκη εξορθολογισμού του συνεδριακού τοπίου και των επιστημονικών εταιρειών στην Ελλάδα αλλά η αποδοχή και ισχυροποίηση αποκλειστικά και μόνον των εταιρειών ιατρικών ειδικοτήτων σηματοδοτεί οπισθοδρόμηση. Η διεθνής τάση είναι αυτή της συνεργασίας και της ολιστικής αντιμετώπισης του ασθενούς μέσω ομάδας διαφορετικών

ιατρικών ειδικοτήτων, παραϊατρικών εξειδικεύσεων αλλά και με τη συμμετοχή των ίδιων των ασθενών και των Ενώσεων τους», τόνισε ο πρόεδρος της ΕΠΕΜΥ κ. Παναγιώτης Τρόντζας.

Όπως είπε, η ΕΠΕΜΥ, μαζί με άλλες αντίστοιχες επιστημονικές εταιρείες, θα στείλει στο ΚΕΣΥ και στο Υπουργείο Υγείας τροποιητική πρόταση για την ταυτοποίηση και τον έλεγχο των επιστημονικών εταιρειών (πέραν των εταιρειών των ιατρικών ειδικοτήτων), οι οποίες, αφού πιστοποιηθούν, θα πρέπει να αφεθούν αυτόνομες να συνεχίσουν το έργο τους για τη συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση και την ενημέρωση του κοινού.

Για το θέμα της διεταιρικότητας και της διεπιστημονικότητας μίλησε και ο ογκολόγος, καθηγητής κ. Κώστας Συρίγος. «Το εύρος της ιατρικής επιστήμης και η μεγάλη εξειδίκευση έχουν καταστήσει την ιατρική μη εποπτεύσιμη από έναν επιστήμονα. Οι μεγάλες θεραπευτικές επιλογές, από διαφορετικούς τομείς της ιατρικής επιστήμης και η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας απαιτούν τη συνεργασία μεταξύ των γιατρών, ώστε να επιλεγεί η βέλτιστη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση για κάθε ασθενή. Για να καταστεί αυτό δυνατό, πρέπει ο κάθε γιατρός να αποβάλλει κάθε είδους επιστημονικούς εγωισμούς, να θέσει σε δεύτερο επίπεδο τις

προσωπικές πεποιθήσεις και απόψεις του και να συνεργαστεί με τους συναδέλφους του σε σχέση ισοτιμίας και με κοινό έδαφος την τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση. Μόνο έτσι θα ληφθούν οι βέλτιστες αποφάσεις για κάθε ασθενή».

Επί του θέματος, έκανε αναφορά και ο Πρόεδρος Φαρμακευτικού Συλλόγου Αθήνας κ. Κων/νος Λουράντος. Στάθηκε ιδιαίτερα «στην ανάγκη της συνεργασίας όλων των επαγγελματιών υγείας», ενώ παράλληλα έκανε ειδική αναφορά στη φύση του φαρμάκου, το οποίο - όπως επεσήμανε - αποτελεί «κοινωνικό αγαθό» και δείκτης μέτρησης της ευημερίας μιας κοινωνίας, η οποία κρίνεται και από τη «δυνατότητα πρόσβασης σε ποιοτικά φάρμακα με την ευθύνη και την καθοδήγηση του επαγγελματία υγείας».

Ο αντιπρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών κ. Ευριπίδης Μπιλιράκης, επισήμανε από την πλευρά του την ανάγκη της «προάσπισης του κύρους και της αξιοπρέπειας του ιατρικού επαγγέλματος καθώς και της αυτοτέλειας των ιατρικών συλλόγων και των επιστημονικών εταιρειών».