Η µηνιγγίτιδα Β δεν αποτελεί παρελθόν. Παρότι η νόσος µπορεί να προκαλέσει βαριά αναπηρία, ακόµη και τον θάνατο σε όσους νοσήσουν, εντούτοις ελάχιστα παιδιά εµβολιάζονται.

Οι λόγοι είναι δύο: το κόστος του εµβολίου (περίπου 100 ευρώ η δόση) και η µη αποζηµίωσή του από το κράτος, παρά µόνο για τα παιδιά που ανήκουν σε οµάδα υψηλού κινδύνου.

Το πολύ σοβαρό αυτό θέµα έρχεται ξανά στην επικαιρότητα µετά την προσβολή από τη νόσο ενός τετράχρονου αγοριού, το οποίο µεταφέρθηκε εσπευσµένα στο Γενικό Νοσοκοµείο Παίδων Πεντέλης, σε κατάσταση σηπτικού σοκ.

Ευτυχώς το παιδί ανταποκρίθηκε θετικά στη θεραπεία και διέφυγε τον κίνδυνο που διέτρεχε. Τις ίδιες ηµέρες, έγινε γνωστό ότι το εξάχρονο κοριτσάκι από το Καµατερό που προσβλήθηκε από µηνιγγίτιδα Β, πριν από περίπου έναν χρόνο, και το οποίο σώθηκε χάνοντας το ένα ποδαράκι της από το γόνατο και κάτω, κινείται µε τη χρήση πρόσθετου µέλους.

Το παιδί έδωσε πολύµηνη µάχη και κατάφερε να νικήσει µια πολύ σοβαρή ασθένεια, που µπορεί να προκαλέσει ακόµα και τον θάνατο.  

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Σύµφωνα µε τον πρόεδρο της Ένωσης Ελευθεροεπαγγελµατιών Παιδιάτρων Κώστα Νταλούκα, το εµβόλιο έναντι της µηνιγγίτιδας Β θα έπρεπε να αναφέρεται στο Εθνικό Πρόγραµµα Εµβολιασµού όχι µόνο για όσους ανήκουν σε οµάδα υψηλού κινδύνου, αλλά και για τους λοιπούς, ως σύσταση, από τη στιγµή που το κράτος δεν έχει δυνατότητα να καλύπτει το κόστος του.

«Η αρρώστια αυτή είναι σπάνια. Τα κρούσµατα στην Ελλάδα υπολογίζονται σε περίπου 35 τον χρόνο και παρουσιάζουν πτωτική τάση - συνολικά τα περιστατικά µηνιγγίτιδαςτα τελευταία δύο χρόνια.

Ωστόσο, τα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών κινδυνεύουν. Από τη στιγµή που υπάρχει ένα εµβόλιο που προλαµβάνει, η πολιτεία πρέπει να πάρει κάποια θέση. ∆εν µπορεί να βγαίνει και να λέει ότι η επιδηµιολογία της νόσου δεν επιτρέπει την εισαγωγή του εµβολίου στο Πρόγραµµα Εθνικού Εµβολιασµού. ∆εν είναι ένα νόσηµα που απλώς θα στείλει ένα παιδί στο νοσοκοµείο. Μπορεί να φέρει ακρωτηριασµό, κώφωση ή άλλη χρόνια αναπηρία, ακόµα και τον θάνατο», σηµειώνει o K. Nταλούκας. Προσθέτει δε ότι το συγκεκριµένο βακτήριο είναι απρόβλεπτο. «Ουδείς γνωρίζει τη συµπεριφορά του.

Εκεί που υπάρχει ηρεµία, µπορεί να γίνει επιδηµία και να έχουµε 100, 200, 300 κρούσµατα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι το κρύο ευνοεί τις µηνιγγιτιδοκοκκικές λοιµώξεις. Το πρόβληµα είναι πολύ µεγάλο σε οικογένειες που ζουν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και λυπάµαι που δεν µπορούµε να συνταγογραφήσουµε το εµβόλιο».

Η παιδίατρος-λοιµωξιολόγος Ξανθή ∆εδούκου τονίζει ότι χάρη στις συνθήκες που επικρατούν σήµερα στα νοσοκοµεία και στην πρόοδο της επιστήµης η θνητότητα λόγω της νόσου έχει µειωθεί. «Τα περιστατικά είναι λίγα, ωστόσο η ορο-οµάδα που επικρατεί είναι η Β. Οι γονείς πρέπει να είναι σε εγρήγορση και να αντιλαµβάνονται τα ανησυχητικά συµπτώµατα, που είναι, εκτός από τον πυρετό, η γενική κατάσταση του παιδιού, η υπνηλία, ο πονοκέφαλος, οι έµετοι και το αιµορραγικό εξάνθηµα, το οποίο δεν εξαφανίζεται όταν το πιέζουµε», αναφέρει. Όπως λέει ο διευθυντής του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, καθηγητής Αθανάσιος Τσακρής, αντίθετα µε τους άλλους ορότυπους (Α, C, W, Y), ο µηνιγγιτιδόκοκκος τύπου Β δεν έχει µειωθεί.

«Η γενικότερη µείωση των περιστατικών µηνιγγίτιδας οφείλεται στη µείωση των περιστατικών των άλλων ορότυπων, πλην του Β. Αυτό συµβαίνει διότι τα παιδιά εµβολιάζονται για τους άλλους ορότυπους, επειδή τα εµβόλια είναι στο Εθνικό Πρόγραµµα Εµβολιασµών. Έτσι, ο µηνιγγιτιδόκοκκος τύπου Β, ο οποίος κάνει τις πιο σοβαρές επιπλοκές, είναι πιο λοιµογόνος από τους άλλους, βρίσκει έδαφος…», εξηγεί ο καθηγητής. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα το 80% των περιστατικών µηνιγγίτιδας που καταγράφονται στη χώρα µας να είναι τύπου Β. «Η θνητότητα όλων των τύπων της µηνιγγίτιδας ανέρχεται στο 6%, µε τον ορότυπο Β να έχει τη µερίδα του λέοντος», προσθέτει ο κ. Τσακρής. Να σηµειωθεί ότι η µηνιγγίτιδα δείχνει... ιδιαίτερη προτίµηση στους κλειστούς χώρους, αλλά και σε φοιτητικές εστίες.  

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018