Δ ικαστικοί λειτουργοί σταµατούν έρευνες για σοβαρές εγκληµατικές ενέργειες, µε δικαιολογία την «προστασία προσωπικών δεδοµένων». Με αποφάσεις δικαστικών συµβουλίων ακυρώνονται άρσεις απορρήτου συνοµιλιών και κυρίως σαρώσεις κινητών τηλεφώνων σε περιοχές όπου σηµειώνονται ένοπλες ληστείες ή άλλα σοβαρά εγκλήµατα, µε τη δικαιολογία ότι «δεν υπάρχει κανείς λόγος να υφίσταται αυτή η διαδικασία, που δεν αφορά συγκεκριµένους υπόπτους» και υποτίθεται ότι «µπορεί να αποκαλύψει προσωπικά στοιχεία άσχετων ανθρώπων».

Αξιωµατικοί της ΕΛ.ΑΣ. µιλούν για µεθόδους απολύτως νόµιµες, που βοηθούν στη διαλεύκανση των πλέον σηµαντικών υποθέσεων, όπως η πρόσφατη διπλή δολοφονία στο Περιστέρι, η δράση της «µαφίας των Ροµά», η κακοποίηση ηλικιωµένων από συµµορίες, οι ληστείες εργοστασίων, αλλά και υποθέσεων τροµοκρατίας, ναρκωτικών κ.λπ. Επίσης προσθέτουν ότι οι µόνοι που µπορεί να ενοχληθούν από τις σαρώσεις των κινητών και τις άρσεις απορρήτου είναι οι ένοχοι, οι δράστες των σοβαρών αυτών εγκληµάτων.

Κάθε χρόνο εκδίδονται περίπου 8.200 βουλεύµατα και εισαγγελικές διατάξεις για άρσεις απορρήτου κινητών που ζητούν η ΕΛ.ΑΣ., η ΕΥΠ, οικονοµικές υπηρεσίες και δικαστικοί λειτουργοί.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σε πολλές από αυτές τις άρσεις ζητούνται στοιχεία και για σαρώσεις κινητών τηλεφώνων στον τόπο όπου σηµειώνεται µια εγκληµατική ενέργεια. ∆ηλαδή, οι αξιωµατικοί της ΕΛ.ΑΣ. ή άλλοι ερευνητές ζητούν να πληροφορηθούν τη λίστα των κινητών που ήταν σε λειτουρ γία και πραγµατοποίησαν κλήσεις στο σηµείο όπου έγινε κάποια εγκληµατική ενέργεια ή τροµοκρατική επίθεση περίπου µισή ώρα πριν έως και µισή ώρα µετά.

Στόχος είναι να διαπιστωθεί, µε συγκρίσεις της λίστας των κινητών που εξέπεµπαν και καλούσαν σε κάποιες εγκληµατικές επιθέσεις (σ.σ.: σε διαφορετικά σηµεία) µιας συµµορίας ή ένοπλης οργάνωσης, αν εµφανίζονται ίδιοι τηλεφωνικοί αριθµοί κινητών, που προφανώς ανήκουν στους δράστες. Αυτή η µέθοδος µε τις σαρώσεις κλήσεων εφαρµόζεται σε παγκόσµιο επίπεδο και είχε χρησιµοποιηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τη Σκότλαντ Γιαρντ την περίοδο 2000-2002 για την εξάρθρωση της «17 Νοέµβρη».

Η µέθοδος είναι ακόµη πιο χρήσιµη σε επιθέσεις που σηµειώνονται µεταµεσονύκτιες ώρες ή σε ερηµικές περιοχές και αυτό γιατί τότε δεν είναι εύκολο να βρεθούν αυτόπτες µάρτυρες.

Από την άλλη πλευρά, τα τηλέφωνα που µπορεί να είναι σε λειτουργία, µέσα στη νύχτα και στην ερηµιά, είναι ελάχιστα. Ως εκ τούτου, η σάρωση ενδέχεται να αποκαλύψει πιο εύκολα τα κινητά των δραστών.

Στη συνέχεια, η ΕΛ.ΑΣ. ή άλλη διωκτική και δικαστική Αρχή έχει τη δυνατότητα να τα θέσει υπό παρακολούθηση, να πληροφορηθεί ποιοι είναι οι κάτοχοί τους, ποιες συσκευές χρησιµοποιούν, πού κινούνται, µε ποιους επικοινωνούν και τι µπορεί να λένε στις συνδιαλέξεις τους.

Οι σαρώσεις στις περιοχές όπου σηµειώνονται τα εγκλήµατα ξετυλίγουν ουσιαστικά το νήµα και βοηθούν τα µέγιστα στον προσδιορισµό των δραστών και των διασυνδέσεών τους. Αρκετοί δράστες, µάλιστα, έχουν την εντύπωση ότι τα κινητά τους είναι άγνωστα στις Αρχές και ότι όσοι τους αναζητούν βρίσκονται σε τυφλό σηµείο και αδιέξοδο…

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ

Ωστόσο, υπάρχουν δικαστικοί λειτουργοί που ορθώνουν εµπόδια στη διαδικασία µε το ιδιόµορφο όσο και ακραίο σκεπτικό περί της προστασίας των «ευαίσθητων δεδοµένων αθώων ανθρώπων».

Σε µία από τις πιο ενδεικτικές και συνάµα πρόσφατες αποφάσεις δικαστικού συµβουλίου σε περιοχή της Νότιας Ελλάδας, που αποκαλύπτουν τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», απορρίφθηκε το αίτηµα για σάρωση κινητών τηλεφώνων σε ερηµικό σηµείο, όπου έγινε ένοπλη ληστεία, µε αρπαγή ποσού άνω των 30.000 ευρώ, και διαφυγή των κακοποιών, οι οποίοι έχουν προχωρήσει από τότε και σε άλλες παρόµοιες επιθέσεις. Αξιωµατικοί τοπικών υπηρεσιών ζήτησαν από τους δικαστικούς λειτουργούς να δοθεί λίστα των κλήσεων που έγιναν από τα σηµεία κατά τον χρόνο των επιθέσεων, «προκειµένου να βρεθούν κοινοί τηλεφωνικοί αριθµοί που πραγµατοποίησαν κλήσεις από αυτό το σηµείο».

Ωστόσο, οι απαντήσεις που δίνουν οι δικαστικοί λειτουργοί σε αυτές τις περιπτώσεις προκαλούν τεράστια έκπληξη.

Οπως σηµειώνεται, «επειδή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών αφορά όχι σε συγκεκριµένα πρόσωπα, αλλά ούτε σε συσκευή µε συγκεκριµένα στοιχεία, συνδεόµενη µε εµπλεκόµενο πρόσωπο για τα αναφερόµενα περιστατικά στον νόµο ως αδικήµατα, ως κάτοχο αυτής, αλλά αφορά σε αόριστο και απροσδιόριστο αριθµό ανθρώπων, προκύπτει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας κατ’ άρθρο 4, παράγραφο 3 του Ν. 2225/2004».

Να αναφερθεί ότι ο νόµος αυτός είναι του 1994 (κι όχι του 2004, όπως εκ παραδροµής γράφεται). Στο αντίστοιχο άρθρο σηµειώνεται (για την προστασία των προσωπικών δεδοµένων) ότι «η άρση στρέφεται µόνο κατά συγκεκριµένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση µε την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριµένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαµβάνουν ή µεταφέρουν συγκεκριµένα µηνύµατα, που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούµενο ή χρησιµοποιούνται ως σύνδεσµοί του».

«ΣΤΟΧΟΣ Η ΔΙΑΛΕΥΚΑΝΣΗ»

Στελέχη διωκτικών Αρχών σηµειώνουν ότι «µερικές φορές ορθώνονται εµπόδια στις έρευνές µας που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Κατ’ αρχάς, έχουν προηγηθεί δεκάδες άλλες αποφάσεις δικαστικών συµβουλίων που επιτρέπουν αυτές τις σαρώσεις στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού.

Επιπλέον, όταν λέµε “σαρώσεις”, δεν µιλάµε για παρακολουθήσεις συνοµιλιών, αλλά για το εάν ένα κινητό λειτουργεί ή καλεί σε µια περιοχή.

Ασφαλώς και δεν νοιάζουν την ΕΛ.ΑΣ. άσχετες τηλεφωνικές επαφές στα ίδια σηµεία. Το έγκληµα που έχει σηµειωθεί τους νοιάζει.

Εξάλλου, αυτές οι σαρώσεις γίνονται και µε επίκληση του Αρθρου 2 του σχετικού νόµου, που αναφέρει ότι η άρση είναι επιτρεπτή µόνο αν αιτιολογηµένα το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.

Κάτι που συµβαίνει δηλαδή σε αυτές τις περιπτώσεις που ζητείται, αφού δεν µπορούν να βρεθούν στοιχεία µε διαφορετικό τρόπο. Προφανώς τα αιτήµατα των αστυνοµικών υπηρεσιών που υποβάλλονται πρέπει να είναι πιο πιεστικά προς τις δικαστικές Αρχές και να αναλύονται οι λόγοι που γράφονται.

Ωστόσο, δεν πρέπει λειτουργοί της ∆ικαιοσύνης, µε αµφισβητούµενες ερµηνείες κι αποσπασµατικές αποφάσεις, να επιτρέπουν σε επικίνδυνους κακοποιούς να συνεχίζουν τη δράση τους».

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, 29/12/2017