Το ενδεχόμενο να δόθηκαν πλαστά έγγραφα σε μέλη του ISIS άφησε ανοικτό ο Διευθυντής της Ασφάλειας Αττικής κ. Χρήστος Παπαζαφείρης κατά την παρουσίαση της υπόθεσης εξάρθρωσης κυκλώματος στο πλαίσιο της επιχείρησης «Τaurus» διευκρινίζοντας όμως ότι δεν υπάρχουν προς το παρόν τέτοιες ενδείξεις.

Ο κ. Παπαζαφείρης σημείωσε μεταξύ άλλων ότι επρόκειτο για «ένα δαιδαλώδες εγκληματικό δίκτυο, που δραστηριοποιείτο συστηματικά στην κατάρτιση πλαστών εγγράφων, με σκοπό τη διευκόλυνση κυρίως της παράνομης παραμονής αλλοδαπών στον ευρωπαϊκό χώρο, αποκομίζοντας από τη δράση του μεγάλα χρηματικά ποσά.»

Και πρόσθεσε «είκοσι συλλήψεις μελών της εγκληματικής οργάνωσης, είκοσι τρεις έρευνες σε οικίες και καταστήματα και ο εντοπισμός τεσσάρων πλήρως εξοπλισμένων εργαστήριων κατάρτισης πλαστών εγγράφων, συνθέτουν τον συνοπτικό απολογισμό της εξάρθρωσης, η οποία επετεύχθη στο πλαίσιο διήμερης οργανωμένης αστυνομικής επιχείρησης την 31 Οκτώβριου και 1 Νοέμβριου 2017.»

Ειδικότερα συνελήφθησαν ένας έλληνας, τέσσερις ομογενείς από την Αλβανία, εννέα υπήκοοι Αλβανίας, τρεις υπήκοοι Συρίας, ένας υπήκοος Ιράκ, ένας υπήκοος Ιράν και ένας υπήκοος Μπαγκλαντές.

Επίσης «το εγκληματικό δίκτυο, παράλληλα με την παραπάνω κύρια δραστηριοποίηση του, αναλάμβανε και τη διακίνηση αλλοδαπών, κατά βάση αλβανικής καταγωγής, από τη χώρα μας με τελικό προορισμό το Ηνωμένο Βασίλειο. Εφοδίαζε τους αλλοδαπούς αυτούς με πλαστά έγγραφα, ενώ η διακίνηση γινόταν κυρίως μέσω του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Μάλιστα για να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό χρησιμοποιούσαν ως ενδιάμεσους σταθμούς (transit) διαφορές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Σουηδία. Το συνολικό κόστος της διακίνησης μαζί με την έκδοση των αεροπορικών εισιτηρίων ανερχόταν τουλάχιστον στις 2.250 ευρώ, ανά διακινούμενο, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας και νέας προσπάθειας απαιτούσαν την καταβολή επιπλέον 2.250 ευρώ ως ασφάλεια, δηλ συνολικά 4.500 ευρώ.»

Από την πλευρά του ο ειδικός επιχειρήσεων του Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταπολέμησης Παράνομης Μετανάστευσης της Europol, Gabor Sztankovics τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «υπάρχει μία μεγάλη ζήτηση για πλαστά έγγραφα της Ε.Ε. στην Ευρώπη για τη νομιμοποίηση της παραμονής σε αυτή. Οι αρχές επιβολής του νόμου πρέπει συνεχώς να παρακολουθούν αυτά τα περιστατικά. Η επιτυχία συνέβαλλε στην ασφάλεια ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για μία μεγάλη ζημιά στις εγκληματικές οργανώσεις παράνομης διακίνησης ανθρώπων.»

Η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. κυρία Ιωάννα Ροτζιώκου επεσήμανε ότι «κεντρικό ρόλο κατείχαν οι 4 πλαστογράφοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει αντίστοιχα 4 πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια («πλαστογραφεία»/print shops),σε περιοχές της Αττικής, με κατάλληλο ψηφιακό εξοπλισμό, όπου σε καθημερινή βάση, προέβαιναν στην κατάρτιση εξ υπαρχής ή με διαδικασία νόθευσης πλαστών εγγράφων πάσης φύσεως. Μάλιστα, ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν σώματα γνησίων εγγράφων ως «βάσεις» για τις απαιτούμενες τροποποιήσεις. Τα γνήσια αυτά έγγραφα είτε είχαν απολεσθεί, είτε είχαν αφαιρεθεί με παράνομο τρόπο από τους πραγματικούς κατόχους. Οι πλαστογράφοι για να αποφύγουν πιθανή σύλληψη ή στοχοποίησή τους, σπανίως πραγματοποιούσαν απευθείας συναντήσεις με τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης ή τους «πελάτες». Για αυτό το λόγο, το διαμεσολαβητικό ρόλο για την παράδοση και παραλαβή των πλαστών εγγράφων και των φωτογραφιών των «πελατών», είχαν αναλάβει άμεσοι συνεργάτες τους, στους οποίους έδιναν ακριβείς εντολές για το μέρος και το πρόσωπο, με το οποίο θα πραγματοποιούσαν συνάντηση.»

Και πρόσθεσε: «Τα υπόλοιπα μέλη του εγκληματικού δικτύου δέχονταν καθημερινά τηλεφωνικές παραγγελίες από υποψήφιους «πελάτες», εσωτερικού και εξωτερικού, παραλάμβαναν τα απαιτούμενα υλικά (όπως για παράδειγμα, φωτογραφίες, στοιχεία ταυτότητας, σώματα εγγράφων κ.λπ.) για την προώθηση της παραγγελίας στους πλαστογράφους είτε απευθείας, είτε μέσω των άμεσων συνεργατών τους.»

Με το πέρας της κατάρτισης των πλαστών εγγράφων, τα μέλη του δικτύου παραλάμβαναν τα πλαστά έγγραφα από τους πλαστογράφους και τα παρέδιδαν οι ίδιοι στους «πελάτες», λαμβάνοντας χρηματική αμοιβή εκ της οποίας, ένα μέρος κρατούσαν ως προμήθεια για τη μεσολάβηση τους, ενώ το υπόλοιπο το εισέπραττε ο εκάστοτε πλαστογράφος. Ενώ όταν επρόκειτο για «πελάτες» εξωτερικού, αυτά παραδίδονταν μέσω ταχυδρομικών εταιρειών.

Επιπρόσθετα, «κάποια από τα μέλη πέραν των παραγγελιών ήταν επιφορτισμένα με τον επιπρόσθετο ρόλο να εφοδιάζουν τους πλαστογράφους με σώματα γνησίων εγγράφων και με αναλώσιμα είδη (για παράδειγμα φωτογραφικό φιλμ, πλαστικές ζελατίνες, κλ.π.), τα οποία ήταν απαραίτητα για την κατάρτιση των πλαστών εγγράφων.»

Ως προς τη μεθοδολογία και τον τρόπο δράσης τους είπε ότι «τα πλαστά έγγραφα είτε αποστέλλονταν σε ενδιαφερόμενους σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε παραδίδονταν σε «πελάτες» εντός Ελλάδας. Ειδικότερα, για τους «πελάτες» του εσωτερικού οι περισσότερες συναντήσεις μεταξύ των μελών πραγματοποιούνταν είτε σε «στέκια» ομοεθνών τους στο κέντρο των Αθηνών, είτε σε καταστήματα πέριξ των οικιών τους, προσδίδοντας, με αυτό τον τρόπο, τη μέγιστη δυνατή «ασφάλεια» κατά τις συναλλαγές τους. Ενδεικτικό των μέτρων ασφαλείας που λάμβαναν τα μέλη του δικτύου, είναι το γεγονός της στρατολόγησης μέλους, το οποίο εκμεταλλευόμενο την ιδιότητά του ως οδηγός ταξί, πραγματοποιούσε χαμηλού ρίσκου παραδόσεις/παραλαβές πλαστών εγγράφων. Μάλιστα, αξίζει να μνημονευθεί, ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης για την μεταξύ τους επικοινωνία χρησιμοποιούσαν κωδικές ονομασίες.»

Πληροφορίες αναφέρουν πως οι κωδικοί που χρησιμοποιούσαν ήταν για τα διαβατήρια «βιβλία ή βιβλιάρια», για ταυτότητα «κάρτα», για τις άδειες οδήγησης «οδηγός», για τις άδειες διαμονής «αυτοκόλλητο» για τις σφραγίδες θεώρησης «λουλούδι ή πατάτα» και για τους τόπους συνάντησης «γήπεδο ή φαγητό».

Επιπλέον «ο εντοπισμός των υποψήφιων «πελατών» πραγματοποιούνταν τόσο μέσω του «κοινωνικού δικτύου» που είχαν αναπτύξει τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, κυρίως με ομοεθνείς τους, όσο και με την «από στόμα σε στόμα» διάδοση της «υψηλής ποιότητας των υπηρεσιών» που παρείχε το δίκτυο. Ωστόσο, η τελική επιλογή των υποψήφιων «πελατών» γινόταν κατόπιν τηλεφωνικής συνέντευξης. Εφόσον αυτή ολοκληρωνόταν «επιτυχώς», ακολουθούσε face control του ατόμου και τα επόμενα στάδια της διακίνησης, ανάλογα με τη χώρα στην οποία βρισκόταν ο διακινούμενος αλλοδαπός. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι εάν το χρώμα του πελάτη ήταν υπερβολικά μελαμψό ή η γνώση της ελληνικής/αγγλικής γλώσσας δεν ήταν επαρκής, τότε το μέλος του εγκληματικού δικτύου δεν αναλάμβανε τη διακίνηση.»

Σχετικά με τη χρηματική αμοιβή που απαιτούσαν τα μέλη του δικτύου για την πώληση των πλαστών εγγράφων στους «πελάτες», αυτή κυμαινόταν ανάλογα με το είδος του εγγράφου. Ενδεικτικά για πλαστά διαβατήρια από 400 έως 500 ευρώ, για πλαστά δελτία ταυτότητας από 150 έως 200 ευρώ, για πλαστές άδειες οδήγησης περί τα 150 ευρώ και για πλαστά πιστοποιητικά και βεβαιώσεις από 30 έως 50 ευρώ.

Αναφορικά με τις φωτογραφίες που χρησιμοποιούνταν για τα πλαστά έγγραφα, η οργάνωση έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην ευπρεπή εξωτερική εμφάνιση και ενδυμασία των «πελατών», έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος έγερσης υποψιών σε τυχόν έλεγχο τους στο αεροδρόμιο. Τα μέλη του δικτύου παραλάμβαναν από τους «πελάτες» μαζί με τις φωτογραφίες και το χρηματικό ποσό που απαιτούνταν, τόσο για την κατάρτιση των πλαστών εγγράφων, όσο και για την οργάνωση της διακίνησης (έκδοση αεροπορικών εισιτηρίων κ.λπ.).

Κατά την παρουσίαση της υπόθεσης ειπώθηκε ότι «τα πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα πωλούνταν σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών (κυρίως Αλβανούς), οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν για να εξέλθουν (μέσω αεροδρομίων) παράνομα από μία χώρα, έχοντας ως τελικό προορισμό το Ηνωμένο Βασίλειο και ενδιάμεσους σταθμούς διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες (χώρες transit). Αξιοσημείωτο είναι, ότι τα συγκεκριμένα μέλη αναλάμβαναν όλη τη διαδικασία οργάνωσης της διακίνησης και πιο συγκεκριμένα την κράτηση των εισιτηρίων, την παροχή συμβουλών στους διακινούμενους και σε ορισμένες περιπτώσεις τη συνοδεία αυτών στο εκάστοτε αεροδρόμιο.»