Περισσότερες από 28.000 γυναίκες πρόσφυγες και μετανάστες -εκ των οποίων οι 2.500 έγκυες- και σχεδόν 4.800 νεογνά και βρέφη έλαβαν γυναικολογική και παιδιατρική φροντίδα, κατά τον πρώτο χρόνο από την έναρξη του προγράμματος «Μητέρα & Παιδί» που υλοποιείται από τους Γιατρούς του Κόσμου.

Ταυτόχρονα, σημαντικά ευρήματα σχετικά με το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας στους παραπάνω πληθυσμούς προέκυψαν από σχετική έρευνα σε 14.000 γυναίκες που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος.
Τα παραπάνω παρουσιάστηκαν στην Ημερίδα με τίτλο: «Unspoken Voices: Οι ανάγκες υγείας των γυναικών προσφύγων στην Ευρώπη», που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την έναρξη του προγράμματος «Μητέρα & Παιδί» στη χώρα μας.

Ειδικότερα, το πρόγραμμα «Μητέρα & Παιδί» αποτελεί μια διετή παρέμβαση των Γιατρών του Κόσμου (ΓτΚ) Ελλάδας που υλοποιείται στο πλαίσιο της παγκόσμιας δράσης MSD for Mothers. Το πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί για να προσφέρει υγειονομική περίθαλψη σε εγκύους και νεογνά που ανήκουν σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (ανασφάλιστοι, πρόσφυγες, μετανάστες, μειονότητες). Παράλληλα, παρέχει δωρεάν πρόσβαση σε εκπαιδευτικό υλικό πάνω σε θέματα γυναικείας υγείας και οικογενειακού προγραμματισμού, σε επαγγελματίες υγείας και γυναίκες.

Κατά τον πρώτο χρόνο υλοποίησης του προγράμματος από τους Γιατρούς του Κόσμου, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί οι ακόλουθες δράσεις:

• Προσφορά γυναικολογικών υπηρεσιών σε 28.572 γυναίκες και προ-γεννητικών υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας σε 2.511 εγκύους.

• Προσφορά παιδιατρικών υπηρεσιών σε 4.814 νεογνά και βρέφη και διανομή 4.291 πακέτων με είδη βρεφικής ανάγκης.

• Πραγματοποίηση 199 επισκέψεων της κινητής ιατρικής μονάδας των ΓτΚ σε ανοιχτούς χώρους φιλοξενίας προσφύγων.

• Παροχή γυναικολογικών υπηρεσιών σε γυναίκες του ανοιχτού χώρου φιλοξενίας προσφύγων στο Καρά Τεπέ της Λέσβου και κάλυψη προγεννητικών εξετάσεων για μετανάστριες και πρόσφυγες.

• Εξασφάλιση χώρων φιλοξενίας για γυναίκες μετά τον τοκετό.

• Διανομή ενημερωτικού υλικού σε 5 γλώσσες: Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Αραβικά και Φαρσί.

• Εκπαίδευση 705 επαγγελματιών υγείας μέσω σεμιναρίων αλλά και μέσω της πλατφόρμας e-learning http://mdmelearning.gr.

• Ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού για επαγγελματίες υγείας σε έξι θεματικές ενότητες (θηλασμός, βρεφική φροντίδα, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, επείγουσα αντισύλληψη, οικογενειακός προγραμματισμός, τεστ Παπανικολάου) και έκδοση εγχειριδίου Προγεννητικών Οδηγιών για επαγγελματίες υγείας σε Ελληνικά και Αγγλικά.

• Διεξαγωγή έρευνας πρόσβασης σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας σε 14.000 συμμετέχουσες στο πρόγραμμα.

«Κάθε μητέρα δικαιούται να έχει πρόσβαση σε ποιοτικές υγειονομικές υπηρεσίες, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη της», δήλωσε ο πρόεδρος των ΓτΚ Ελλάδας, Δρ. Νικήτας Κανάκης, για να συμπληρώσει ότι «η έρευνα και η εμπειρία μας από το πρόγραμμα “Μητέρα και Παιδί”, κατέδειξε ότι η πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές σώζει ζωές, γλυτώνοντας ταυτόχρονα πολύτιμους πόρους από τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας».

Από την πλευρά της, η διευθύνουσα σύμβουλος ΜSD Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας, Agata Jakoncic, ανέφερε: «Στην MSD οραματιζόμαστε έναν κόσμο όπου καμία γυναίκα δεν θα χάνει τη ζωή της εξαιτίας επιπλοκών του τοκετού. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης της παγκόσμιας δράσης MSD For Mothers που ξεκίνησε πριν από μια πενταετία. Και είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι που στην Ελλάδα, η δράση, μέσω της συνεργασίας μας με τους Γιατρούς του Κόσμου και το πρόγραμμα «Μητέρα & Παιδί», έχει προσφέρει ιατρική βοήθεια σε τόσες χιλιάδες γυναίκες και βρέφη από ευάλωτους πληθυσμούς».

Δύσκολη πρόσβαση μεταναστών και προσφύγων στις υπηρεσίες υγείας

Δύσκολη πρόσβαση σε υγειονομικές υπηρεσίες είχαν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που αντιμετώπισαν προβλήματα υγείας στο παρελθόν, σύμφωνα με την έρευνα πρόσβασης σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας σε 14.000 γυναίκες που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Μητέρα & Παιδί». Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι η πρώιμη και συνεχής πρόσβαση σε υγειονομικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της κύησης και του τοκετού, αλλά και μετά είναι θεμελιώδης για τη μείωση των θανάτων γυναικών και νεογνών.

Οπως είχε δείξει προηγούμενη έρευνα (2012) του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Συστημάτων Υγείας και Διαμόρφωσης Πολιτικών, σχεδόν το 72% των προσφύγων και μεταναστών είχαν καθόλου ή πολύ δύσκολη πρόσβαση, ενώ λιγότερο από το 47% των γυναικών προσφύγων και μεταναστριών είχαν πρόσβαση σε γυναικολογική φροντίδα κατά τη διάρκεια της κύησης και του τοκετού.

Τα εμπόδια

Τα κυριότερα εμπόδια που αντιμετωπίζει αυτή η ευάλωτη ομάδα γυναικών είναι:

• Το «απαγορευτικό» κόστος των υπηρεσιών, που σε πολλές περιπτώσεις φτάνει στο 100% του κόστους της υπηρεσίας. Το συγκεκριμένο πρόβλημα συναντάται σε μεγάλο βαθμό στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία.

• Έλλειψη γνώσης των δικαιωμάτων τους και του τρόπου λειτουργίας των διαφόρων συστημάτων υγείας, λόγω της διαφορετικής γλώσσας, κουλτούρας και θρησκείας, με αρκετές γυναίκες από αυτές που συμμετείχαν στην έρευνα να μην γνωρίζουν καν ότι δικαιούνται ασφαλιστική κάλυψη.

• Η πολυπλοκότητα των υγειονομικών και ασφαλιστικών συστημάτων.

• Ο φόβος που διακατέχει τους πληθυσμούς αυτούς ότι, αν διαμαρτυρηθούν, κινδυνεύουν να μη λάβουν τις υγειονομικές υπηρεσίες που έχουν ανάγκη, να υποστούν φυλετικές διακρίσεις, ακόμα και να συλληφθούν.

• Πολιτικά εμπόδια που υπάρχουν σε πολλές χώρες της Ευρώπης, σχετικά με το προσφυγικό και το μεταναστευτικό θέμα, τα οποία προκαλούν μεγάλο φόβο στις γυναίκες αυτές.

• Περιορισμοί στη δωρεάν υγειονομική φροντίδα που δικαιούνται έγκυοι, μητέρες και νεογνά και γραφειοκρατικές διαδικασίες που εμποδίζουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές.

• Ιστορικό κακομεταχείρισης αυτών των γυναικών, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την αναχώρησής τους από την πατρίδα τους.

• Η διαβίωσή τους σε απομακρυσμένες περιοχές, σε χώρους φιλοξενίας προσφύγων, που καθιστά δύσκολη γεωγραφικά την πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες. 

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι με βάση την οικονομική ανάλυση στο πλαίσιο της έρευνας, η ισότιμη πρόσβαση των προσφύγων γυναικών σε υγειονομικές υπηρεσίες, μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε εξοικονόμηση πόρων των εθνικών συστημάτων υγείας των ευρωπαϊκών κρατών, παρά την περί αντιθέτου ευρέως διαδεδομένη άποψη.