Τι συμβαίνει με την Έκθεση; Αποτελεί ένα μάθημα που «μπλοκάρει» τους βαθμολογητές, προβληματίζει με την πολυπλοκότητα του και τελικά …καίει όσους δεν έχουν συνηθίσει την παπαγαλία, αλλά αναπτύσσουν κριτική ματιά;

Τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από τον Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων που ηγείται των πανελλαδικών τα τελευταία χρόνια, καταλήγουν σε ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα: Το ποσοστό αναβαθμολόγησης των γραπτών (μέσα στην δεκαετία 2006-2016) είναι σταθερά σχεδόν πενταπλάσιο στην Έκθεση (που εξετάζεται ως μέρος της Νεοελληνικής Γλώσσας) σε σχέση με αυτό των υπόλοιπων μαθημάτων! Αυτό το ποσοστό στη Γλώσσα κυμαίνεται στο 13,28-22,93% και στα υπόλοιπα μαθήματα στο 2,9-4,78%.

Και σε ποια σκέψη οδηγεί αυτό; Εξίσου εντυπωσιακό το συμπέρασμα: Οι υποψήφιοι δεν μπορούν να αριστεύσουν (18-20) στο μάθημα της Έκθεσης! Σε αδρές γραμμές, από τους 80.000 υποψηφίους  αριστεύουν μόνο οι 800-1000 κατ’ έτος. Το μάθημα λοιπόν παρουσιάζει τα μικρότερα ποσοστά αριστούχων και στη συνείδηση των υποψηφίων η Νεοελληνική  Γλώσσα (με την οποία ξεκίνησαν και φέτος οι πανελλαδικές εξετάσεις) και, κατ’ επέκταση, τα γλωσσικά μαθήματα αποκτούν την ιδιότητα του μόνιμα δύσκολου μαθήματος, που όση προσπάθεια και να καταβάλουν, δεν θα μπορέσουν να αριστεύσουν.
Από τα στατιστικά και συγκριτικά αποτελέσματα της έρευνας του Οργανισμού, προκύπτει ότι στη βαθμολογική κλίμακα 0-20 το ποσοστό των μαθητών που αριστεύει στην Νεοελληνική Γλώσσα (18-20) είναι συντριπτικά το χαμηλότερο σε σχέση με το ποσοστό των μαθητών που αριστεύει σε όλα τα υπόλοιπα εξεταζόμενα μαθήματα. Συγκεκριμένα: ενώ σε όλα τα υπόλοιπα μαθήματα γράφει «Άριστα» κατά μέσο όρο το 16,5% των υποψηφίων, στη Γλώσσα το ποσοστό πέφτει στο 1,29%.1

 Πολύ καλές επιδόσεις (15-17,9) έχει το 21,9% στη Γλώσσα, ποσοστό που δεν παρουσιάζει μεγάλη απόκλιση από το 17,19% των μαθητών που σημειώνει την ίδια επίδοση στα υπόλοιπα μαθήματα. Εξίσου όμοια είναι τα ποσοστά των μαθητών και στο πεδίο των ανεπαρκών επιδόσεων (5-9,9). Στη Γλώσσα ανεπαρκείς επιδόσεις έχει το 19,29% και στα υπόλοιπα μαθήματα το 22,82%.
 Πάντως, οι μαθητές που μπορούν να γράψουν αρκετά καλά στη Γλώσσα είναι παραπάνω από διπλάσιοι σε σχέση με αυτούς που γράφουν αρκετά καλά στα υπόλοιπα μαθήματα. Αναλυτικότερα: 10-14,9 γράφει το 54,87% των υποψηφίων στη Γλώσσα σε σχέση με το 24,84% που έχει την ίδια επίδοση στα υπόλοιπα μαθήματα κατά μέσο όρο.  Επίσης, οι μαθητές που γράφουν 0-4,9 στη Γλώσσα (2,79%) είναι οι λιγότεροι σε σχέση με τους αντίστοιχους στα υπόλοιπα μαθήματα (18,61%).


 Γιατί όμως οι  άριστοι είναι τόσο λίγοι; Εισέρχεται εδώ, ο ανθρώπινος παράγοντας; Βαθμολογούν οι εκπαιδευτικοί αντικειμενικά ή αφήνουν προσωπικούς παράγοντες (όπως για παράδειγμα η διαφωνία τους με την  π.χ. κοινωνική θεώρηση που παρουσιάζει ένας νέος σε ένα κατά τα άλλα καλό γραπτό) να επηρεάσουν τη κρίση τους και να «κόψουν» βαθμούς;
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αναβαθμολογήσεις των γραπτών στην Έκθεση το 2016 (με το νέο σύστημα των τεσσάρων μαθημάτων που θα ισχύσει και φέτος) «ανέβηκαν»  σε ποσοστό 11,06%, ενώ στα υπόλοιπα μαθήματα μόλις 1,96%. Δηλαδή, αν και μειώθηκε το ποσοστό αναβαθμολόγησης της Ν. Γλώσσας, αυτό ακόμα παραμένει πενταπλάσιο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μαθήματα.
 
 
Από τα στατιστικά στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο Οργανισμός προκύπτει ακόμη ότι οι επιδόσεις στο μάθημα είναι σταθερές. Αυτό είναι αρνητικό όσον αφορά τις σταθερά χαμηλές άριστες επιδόσεις. Από την άλλη, έχει και θετικά στοιχεία, καθώς είναι σταθμισμένο και προβλέψιμο μάθημα χωρίς διακυμάνσεις και με σταθερές επιδόσεις κάθε χρονιά. Αυτό γίνεται πιο σαφές, όταν έρθει σε αντιδιαστολή με άλλα πανελλαδικά μαθήματα, τα οποία είναι απρόβλεπτα και από χρονιά σε χρονιά παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις επηρεάζοντας τις βάσεις εισαγωγής.
 Για παράδειγμα, ενώ οι άριστες επιδόσεις στην Έκθεση κυμαίνονται περίπου στο 1-2%, οι άριστες επιδόσεις στα Μαθηματικά θετικής κατεύθυνσης το 2013 ήταν 2,47%, ενώ το 2014 ήταν 15,12%. Αυτό βέβαια δεν υποδηλώνει ότι οι υποψήφιοι κάποια χρονιά είναι τόσο καλύτεροι σε σύγκριση με κάποια άλλη, αλλά ότι η δυσκολία των θεμάτων ποικίλλει από χρονιά σε χρονιά, κάτι που δεν συμβαίνει με την Έκθεση, η οποία παρουσιάζει σταθερότητα δίνοντας κάθε χρόνο ίσες (έστω και μικρές) ευκαιρίες σε όλους τους υποψηφίους.  
  
Απ τη Θετική κατεύθυνση κάθε χρόνο οι άριστοι!
Όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, η Θετική – μια κατεύθυνση που παραδοσιακά είναι το «αντίπαλον δέος» της Θεωρητικής – έχει το μεγαλύτερο ποσοστό υποψηφίων στις υψηλές επιδόσεις και το μικρότερο στις χαμηλές.
 Στις κατευθύνσεις Τεχνολογική Ι, ΙΙ, μολονότι οι άριστες επιδόσεις είναι μηδαμινές και ένα αρκετά υψηλό ποσοστό υποψηφίων δεν ξεπερνά τη βάση, ο κύριος όγκος των υποψηφίων τους – και μάλιστα το υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με τις άλλες κατευθύνσεις – γράφει αρκετά καλά.
 Οι επιστήμονες του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων αναρωτιούνται: Η σύγκριση των επιδόσεων ανά κατεύθυνση πιστοποιεί την κρίση στις ανθρωπιστικές σπουδές, που απορρέει από τον προσανατολισμό της σύγχρονης εποχής στην τεχνολογική εξέλιξη και στις θετικές επιστήμες; Αναδεικνύει προβλήματα που οφείλονται στα διδασκόμενα αντικείμενα και στον τρόπο διδασκαλίας τους; Είναι ένα δείγμα του τι δεξιότητες καλλιεργούνται στη Θεωρητική κατεύθυνση και κατά πόσο αυτές είναι επαρκείς τελικά;

 Ερωτήματα που το βέβαιο είναι πως πρέπει να προβληματίσουν την εκπαιδευτική κοινότητα, όσον αφορά τον τρόπο εξέτασης, τη δομή των ερωτήσεων, την κατανομή της βαθμολογίας στις επιμέρους ερωτήσεις, τη διατύπωση των θεμάτων, τη βαθμολόγηση των γραπτών και τα κριτήρια της αναβαθμολόγησης.