Του Κ.Ι. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

angelopoulos1945@gmail.com

Αν ζητηθεί αυτή την περίοδο από έναν Αμερικανό ή έναν Ευρωπαίο διπλωμάτη μια γνώμη για το Κυπριακό, η απάντηση θα είναι ότι αυτό το πρόβλημα πρέπει να λυθεί φέτος. Ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι στη Λευκωσία προβλέπουν, μάλιστα, ότι ο πρώτος κρίσιμος μήνας θα είναι ο Μάιος.

Γεγονός είναι πλέον ότι ο ξένος παράγων επιθυμεί την επιτάχυνση των εξελίξεων στο Κυπριακό. Και αυτό το ξέρουν και ο Κύπριος πρόεδρος, Νίκος Αναστασιάδης, και η Αθήνα. Τα μηνύματα που παίρνουν από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και άλλα διεθνή κέντρα επιρροής συνοψίζονται, στο νόημα μιας «τελευταίας ευκαιρίας», σε μια θέση: Είτε λύση προσεχώς είτε διαμόρφωση μιας de facto κατάστασης στο νησί, που θα έχει προβλεπόμενες ή απρόβλεπτες επιπτώσεις για την Κυπριακή Δημοκρατία…

Ο κ. Αναστασιάδης εμφανίζεται απόλυτα θετικός απέναντι στην επιτάχυνση της διαδικασίας που θα οδηγούσε σύντομα σε πολιτική λύση στην Κύπρο. Δηλώνει ότι έχει σήμερα ένα «κοινό όραμα» με τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, Μουσταφά Ακιντζί. Και πριν από λίγες ημέρες στο διεθνές φόρουμ του Νταβός αποδέχθηκε ουσιαστικά την παρουσία του Τουρκοκύπριου ηγέτη ως προέδρου της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Ο τελευταίος είχε συζητήσεις για τη Μεγαλόνησο και για τη χρηματοδότηση μιας λύσης με σημαίνοντες οικονομικούς παράγοντες και με τον νέο ειδικό σύμβουλο του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Εσπεν Μπαρθ Αϊντε (ένθερμο υποστηρικτή της πολιτικής ισότητας, με προηγούμενη αναγνώριση του «κράτους» στον κυπριακό Βορρά).

Επιπλέον, ο κ. Αναστασιάδης καλλιεργεί τις κατά το δυνατόν καλύτερες σχέσεις με την Αγκυρα και για αυτό δήλωσε (σ.σ.: στο Reuters) πως «μετά τη λύση η Κύπρος θα γίνει ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της τουρκικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Γεγονός είναι ότι στο Νταβός ξεδιπλώθηκαν ανοικτά όλο το ενδιαφέρον και η επιθυμία του διεθνούς παράγοντος για λύση του Κυπριακού προσεχώς, αλλά εκφράστηκε καθαρά και η πολιτική διάθεση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας για λύση. Από κάποιες διπλωματικές πηγές υποστηρίζεται, μάλιστα, στα παρασκήνια ότι, ουσιαστικά, η λύση είναι έτοιμη.

Στην Αθήνα οι πολιτικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν αυτές τις εξελίξεις με αμηχανία, με γενικόλογες διατυπώσεις, άσχετες με τα εξελισσόμενα, ή ακόμα και με αδιαφορία και απόλυτη σιωπή. Βεβαίως, και ο κ. Αλέξης Τσίπρας και ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος ήταν προ ημερών στη Λευκωσία, έχουν παρασκηνιακά ενημερωθεί πλήρως για τις εξελίξεις, αλλά προφανώς δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν δημοσίως τίποτε, πριν διαπιστώσουν την τελική κατεύθυνση των «ανέμων» στο Κυπριακό.

Ομως, αν οι συνομιλίες που διεξάγονται καταλήξουν σε συμφωνία, η Ελλάδα θα κληθεί αναπόφευκτα από τον διεθνή παράγοντα να τις στηρίξει.

 Παρά την ωρίμανσή της, η υπόθεση του Κυπριακού δεν στερείται δυσκολιών. Ομως, τα διεθνή δεδομένα είναι αυτά που σε μεγάλο βαθμό επηρεάζουν τις εξελίξεις. Η ανατολική Μεσόγειος είναι περιοχή γεωπολιτικά καυτή και ενεργειακά ελκυστική, η Τουρκία είναι χώρα εμπλεκόμενη στον πόλεμο που ξεκίνησε στη Συρία, η Ελλάδα και η Κύπρος μετέχουν στην πολύ ενδιαφέρουσα για τις ΗΠΑ συνεργασία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, αλλά, την ίδια ώρα, το Τελ Αβίβ βλέπει θετικά μια λύση του Κυπριακού, που συνδέεται με τις ισραηλινές βλέψεις στην υπόθεση του «ανοίγματος» ενεργειακών αγωγών με την Τουρκία.

Το Λονδίνο δεν έχει, βέβαια, λόγο ανησυχίας από οποιαδήποτε λύση για την ιδιόκτητη βρετανική «βάση» (10% του κυπριακού εδάφους), αλλά συντάσσεται απολύτως με τη στρατηγική των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ σε ό,τι μπορεί να αποτελεί ζήτημα ασφαλείας του αμυντικού συστήματος της Δύσης. Απέναντι σε όλα αυτά, η Αθήνα, που καλείται επίμονα από τον διεθνή παράγοντα να συνεργαστεί με την Τουρκία στη γραμμή Αιγαίου-Κύπρου, δεν φαίνεται διατεθειμένη να αντιδράσει στις διεθνείς πρωτοβουλίες ή να διαφωνήσει σε όσα δρομολογεί ο κ. Αναστασιάδης.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στις εσωτερικές ρυθμίσεις στις οποίες προχωρεί ο κ. Αναστασιάδης, συζητώντας με την τουρκοκυπριακή πλευρά, που μεταφέρει βεβαίως θέσεις της Αγκυρας (πιο δύσκολο είναι, πάντως, το ζήτημα των περιουσιών, με κεντρικό ερώτημα το αν η περιουσία είναι του ιδιοκτήτη της ή εκείνου που σήμερα την κατέχει). Ομως, ακόμη δεν έχουν καταλήξει σε κοινές εκτιμήσεις σε σύνθετα ζητήματα όπως η μορφή της διζωνικής «ομοσπονδίας» (έργω συνομοσπονδίας), η συνταγματική και νομική αρμονία της με το «κοινοτικό κατεστημένο», η διατήρηση των εγγυήσεων και η παραμονή στρατευμάτων κατοχής τρίτης χώρας στην ανεξάρτητη Κύπρο.

Οσο για το θέμα των εποίκων (τον αριθμό των οποίων παρασκηνιακά κάποιοι εκτιμούν ως διαρκώς αυξανόμενο και ήδη περίπου διπλάσιο από τον επισήμως εμφανιζόμενο), αυτό δεν φαίνεται ότι θα λυθεί όπως θα το ήθελε η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Στην Αθήνα η κυβέρνηση δεν θεωρεί χρήσιμες πλέον τις εγγυήσεις (και διπλωματικά αυτό ερμηνεύεται ως θέση συζητούμενη), ενώ εμφανίζεται κάθετη στο θέμα της απόσυρσης των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής.

Το νερό και τα μεγάλα έργα

Η Αθήνα δεν αγνοεί ορισμένες «παράπλευρες» πτυχές του Κυπριακού, που επηρεάζουν εξελίξεις και αποφάσεις στο νησί. Ετσι, η Λευκωσία γνωρίζει ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά διαθέτει τώρα ένα υπερ-όπλο, το οποίο είναι ο αγωγός που μεταφέρει ήδη από την Τουρκία στα κατεχόμενα εδάφη εκατομμύρια κυβικά νερού και μπορεί να λύσει το δραματικό πρόβλημα της έλλειψης νερού για όλο το νησί, που από χρόνια αντιμετωπίζει βασανιστικά η Κυπριακή Δημοκρατία.

Την ίδια ώρα, ενόψει της λύσης του Κυπριακού, οι τοπικοί εργολάβοι ετοιμάζουν συνεργασίες με μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες της Ρωσίας, αλλά και με ισραηλινές επιχειρήσεις, που αναμένεται ότι θα αναλάβουν μεγάλα έργα στα Κατεχόμενα και την ανοικοδόμηση της Αμμοχώστου. Στα έργα δεν θα είναι αμέτοχοι και Ελληνοκύπριοι επιχειρηματίες, στην περίπτωση της λύσης. Με αυτές τις εξελισσόμενες πραγματικότητες στα Κατεχόμενα, η Αγκυρα χτίζει την «επανένωση» της νήσου στη βάση της πολιτικής λύσης που δεν θα μπορεί να αρνηθεί η κυβέρνηση στη Λευκωσία, ούτε η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων σε ένα δημοψήφισμα.