Ο ύπνος είναι για τον άνθρωπο τόσο σηµαντικός όσο η τροφή, το νερό και το οξυγόνο, αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για ευεξία και ποιότητα ζωής. Ο οργανισµός µας δεν αντέχει πάνω από 7 ηµέρες χωρίς ύπνο, καθώς κατά τη διάρκειά του συντελούνται σηµαντικές λειτουργίες για την επιβίωση, τη µάθηση, την ανάπτυξη και τη διατήρηση της λειτουργικής ισορροπίας µας.

Λανθασµένα µάλιστα κάποιοι θεωρούν ότι αντιστοιχεί σε µια υποτονική «ανάπαυση» του εγκεφάλου, ενώ σε πρόσφατη έρευνα που πραγµατοποιήθηκε στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, περίπου 1 στους 3 ενήλικους ανέφερε ότι αντιµετωπίζει προβλήµατα ύπνου. Ερευνητές από το Εθνικό Πανεπιστήµιο της Σιγκαπούρης και η Oura Health, µια φινλανδική startup τεχνολογίας ύπνου, διαπίστωσαν ότι τα πρότυπα ύπνου ποικίλλουν σηµαντικά µεταξύ χωρών.

Τον χειρότερο ύπνο έχουν κυρίως οι κάτοικοι ασιατικών χωρών, όπου ένα τυπικό βράδυ της εβδοµάδας κοιµούνται για λιγότερο από 6,5 ώρες, περίπου 30 λεπτά λιγότερο από εκείνους στον υπόλοιπο κόσµο. Τον καλύτερο ύπνο απολαµβάνουν κυρίως στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Εσθονία, Φινλανδία, Ιρλανδία και Ολλανδία) και στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, όπου ο κόσµος κοιµάται σταθερά επτά ώρες κατά µέσον όρο. Εµείς, πάλι, µαζί µε πολλούς άλλους Ευρωπαίους (Βρετανία, Γερµανία, Γαλλία, Πολωνία, Ελβετία κ.ά.) αλλά και Αµερικανούς, κοιµόµαστε 6,9 ώρες κατά µέσον όρο.

Τι λένε οι ειδικοί για τα προβλήματα της έλλειψης ύπνου

Οι ειδικοί συµπεραίνουν, δε, ότι η εργασία, καθώς και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες -συµπεριλαµβανοµένης της φροντίδας των παιδιών και των πολιτιστικών πρακτικών- µπορεί να έχουν µεγαλύτερη σηµασία στην ανάπαυλά µας απ’ ό,τι πιστεύαµε τα προηγούµενα χρόνια. Για τη χρήση του χρόνου σηµειώνουν ότι φαίνεται να υπάρχει µια ισχυρή σχέση µεταξύ πολλών ωρών εργασίας και λιγότερου ύπνου. Παράλληλα, πρόσφατη έρευνα του γαλλικού Ινστιτούτου Rexecode έδειξε ότι ο µέσος Ελληνας εργαζόµενος απασχολείται σχεδόν 2.000 ώρες τον χρόνο, ενώ ο ευρωπαϊκός µέσος όρος είναι 1.679 ώρες. Να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, οι Ελληνες εργαζόµενοι δουλεύουν κατά µέσον όρο 41 ώρες την εβδοµάδα και κατέκτησαν την πρωτιά στη σχετική λίστα.

Ανησυχητικά στοιχεία

Τον τίτλο όµως των πιο σκληρών εργαζοµένων στην Ε.Ε. οι Ελληνες τον κέρδισαν την ώρα που έρχονται στο φως ανησυχητικά στοιχεία για την ψυχική υγεία και την ευεξία τους. Οπως αναφέρει η έρευνα που πραγµατοποιήθηκε από την ΕΥ Ελλάδος, την Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραµατικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, τέσσερις στους δέκα εργαζόµενους αισθάνονται µελαγχολία και 41% απαισιοδοξία για το µέλλον. ∆ύο στους δέκα έχουν σωµατοποιήσει το άγχος, µε το 75% να αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή και ένα 10% να βιώνουν ακόµα και κρίσεις πανικού. Σε σχέση µε την αρµονία ανάµεσα στην προσωπική και επαγγελµατική ζωή, µόλις το 39% των εργαζοµένων σταµατούν να σκέφτονται τη δουλειά όταν τελειώνει και δηµιουργεί χρόνο για ξεκούραση. Την ίδια ώρα, δεν είναι λίγες οι έρευνες που αναφέρουν ότι η συχνότητα της έλλειψης ύπνου είναι υψηλότερη στα άτοµα µε χαµηλότερο εισόδηµα και ότι πάνω από το 50% των ενηλίκων µιας µέσης δυτικής κοινωνίας δηλώνουν ότι δεν κοιµούνται επαρκώς, καθώς ήταν αγχωµένοι λόγω ασταθών οικονοµικών συνθηκών. Τα τελευταία στοιχεία για τη χώρα µας αναφέρουν ότι περισσότεροι από δύο εκατοµµύρια Ελληνες φαίνεται να ταλαιπωρούνται από διαταραχές ύπνου.

Τα προβλήµατα

Οι διαταραχές ύπνου περιλαµβάνουν ένα ευρύ φάσµα ιατρικών καταστάσεων, εκτός από το έντονο στρες που µπορεί να βιώνουµε. Κοινό γνώρισµά τους, η διαταραχή της λεγόµενης «αρχιτεκτονικής» του ύπνου, που περιλαµβάνει την επέλευση, τη διατήρηση του ύπνου, καθώς και την κανονικότητα της πρωινής αφύπνισης και δυνατότητας επιστροφής στον ύπνο. Εχουν περιγραφεί περισσότερες από 80 διαφορετικές διαταραχές, µε τις σηµαντικότερες -όπως αναφέρει η Ελληνική Εταιρεία Υπνολογίας- να είναι: η υπνική άπνοια, η αϋπνία, οι κινητικές διαταραχές και διαταραχές της συµπεριφοράς στον ύπνο, η ναρκοληψία. Μερικά από τα πιο συνηθισµένα συµπτώµατα από αυτή την περιστασιακή ή µονιµότερη στέρηση ύπνου είναι οι πρωινοί πονοκέφαλοι και οι σωµατικοί πόνοι, το µειωµένο επίπεδο προσοχής, ο εκνευρισµός, η ζάλη, η ξηροστοµία, το δυνατό ροχαλητό, οι εναλλαγές της διάθεσης, τα συχνά κοινά κρυολογήµατα κ.ά.

Οι ανάγκες ύπνου ποικίλλουν ανάλογα µε την ηλικία, αλλά η γενική σύσταση -σύµφωνα µε την επιστηµονική επιθεώρηση «Sleep Health»- είναι από επτά έως εννέα ώρες. Κατά τους πρώτους τρεις µήνες της ζωής τους, τα µωρά πρέπει να κοιµούνται από 14 έως 17 ώρες την ηµέρα. Τα βρέφη από 4 έως 12 µηνών χρειάζονται 12 έως 16 ώρες. Τα νήπια ηλικίας 1 έως 3 ετών πρέπει να κοιµούνται από 11 έως 14 ώρες. Τα παιδιά ηλικίας 3 έως 5 ετών θα πρέπει να κοιµούνται 10 µε 13 ώρες, και από τις ηλικίες 6 έως 12 ετών, 9 µε 12 ώρες. Οι έφηβοι (13-18) πρέπει να κοιµούνται από 8 έως 10 ώρες. Οι ενήλικοι έως τα 64 θα πρέπει να κοιµούνται από 7 έως 9 ώρες, ενώ οι ηλικιωµένοι (άνω των 65 ετών) θα πρέπει να κοιµούνται 8 ώρες.

Οπως επισηµαίνουν οι ειδικοί, ένας «καλός» ύπνος συµβάλλει σηµαντικά στην παγίωση της µνήµης και της µάθησης, στην καλή λειτουργία του νευρικού και του ανοσοποιητικού συστήµατος, ευνοεί την κυτταρική ανάπτυξη και επιδιόρθωση, καθώς και τη σταθερότητα της διάθεσης. Η έλλειψη ύπνου επηρεάζει σχεδόν όλες τις σωµατικές λειτουργίες και η παρατεταµένη ανεπάρκεια ύπνου µπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήµατα υγείας, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακά προβλήµατα, σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκία, µειωµένη ανοσία, κατάθλιψη, καρκίνο, Αλτσχάιµερ, αλλαγές στο µεταβολικό και ενδοκρινικό σύστηµα κ.λπ.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής