Ιδιαίτερα δυσοίωνες είναι οι δηµογραφικές προβλέψεις για την Ελλάδα, καθώς ο πληθυσµός της γερνάει συνεχώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ. ΣΤΑΤ.). «Ο πληθυσµός µας συνεχίζει να µειώνεται» λέει χαρακτηριστικά στην «Απογευµατινή» της Κυριακής ο καθηγητής ∆ηµογραφίας, Βύρων Κοτζαµάνης.

Η µείωση των γεννήσεων είναι δραµατική και όπως εκτιµάται το 2050 ο πληθυσµός της χώρας θα παρουσιάσει περαιτέρω µείωση, τουλάχιστον κατά ένα εκατοµµύριο. Ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου όχι µόνο για την κοινωνία, αλλά και για την οικονοµία, καθώς η τρέχουσα µείωση του πληθυσµού φαίνεται να ασκεί αρνητικές επιδράσεις στο ΑΕΠ και «αρρυθµίες» στην αγορά εργασίας. «Η ανακοίνωση (σ.σ. 29 ∆εκεµβρίου) από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. των στοιχείων για τον µόνιµο υπολογιζόµενο πληθυσµό της χώρας µας την 1η.1.2023 δίνει µια µείωσή του κατά 0,5% σε σχέση µε την 1η Ιανουαρίου της προηγούµενης χρονιάς και ταυτόχρονα µια µείωση του ποσοστού των νέων και µια αύξηση αυτού των 65 ετών και άνω», λέει στην «Α» της Κυριακής ο επιστηµονικός υπεύθυνος του προγράµµατος «∆ηµογραφικά Προτάγµατα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» και διευθυντής του Εργαστηρίου ∆ηµογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας. «∆εν είναι η πρώτη φορά που η ανεξάρτητη αυτή Αρχή ανακοινώνει µείωση του συνολικού πληθυσµού και ταυτόχρονα µείωση στους νέους και αύξηση στους ηλικιωµένους ανάµεσα σε δύο διαδοχικά έτη, αλλά η δωδέκατη στη σειρά» προσθέτει.

Συρρίκνωση για 4 δεκαετίες

«Μετά το 2010 οι γεννήσεις στη χώρα µας υπολείπονται όλο και περισσότερο των θανάτων, µε αποτέλεσµα τα φυσικά ισοζύγια να είναι όλο και πιο αρνητικά, ενώ η ζυγαριά είσοδοι - έξοδοι (το µεταναστευτικό δηλαδή ισοζύγιο) ακόµη και όταν είναι θετική -όπως κατά την εκτίµηση της ΕΛ.ΣΤΑΤ. το 2022- δεν επαρκεί για να αντισταθµίσει το έλλειµµα των γεννήσεων έναντι των θανάτων» αναφέρει στην «Α» της Κυριακής ο καθηγητής ∆ηµογραφίας. «Το 2011 είναι έτσι και το πρώτο έτος µιας νέας, σχετικά µακράς περιόδου που θα διαρκέσει στην καλύτερη των περιπτώσεων τρεις ή ακόµη και τέσσερις δεκαετίες, µιας περιόδου που θα χαρακτηρίζεται από πλεόνασµα θανάτων έναντι γεννήσεων, µε αποτέλεσµα αν το µεταναστευτικό ισοζύγιο είναι µηδενικό, να έχουµε τη συνεχή µείωση του συνολικού πληθυσµού της χώρας µας, των νέων 0-19 ετών και της οµάδας των 20-64 ετών και τη συνεχή αύξηση των 65 ετών και άνω. Το αν η αναµενόµενη µείωση του πληθυσµού µας θα περιοριστεί σε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ή θα ξεπεράσει ακόµη και το 1,5 εκατ. θα εξαρτηθεί αφενός µεν από µέτρα που θα επιβραδύνουν την αύξηση των θανάτων και -κυρίως- τη συρρίκνωση γεννήσεων, αφετέρου δε, και κατά πολύ περισσότερο, από το πώς θα εξελιχθεί η ζυγαριά είσοδοι - έξοδοι, το µεταναστευτικό δηλαδή ισοζύγιο» καταλήγει ο κ. Κοτζαµάνης.

Ο µόνιµος πληθυσµός της χώρας την 1η Ιανουαρίου 2023 -όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ.- εκτιµάται σε 0.413.982 άτοµα, 5.090.591 άνδρες και 5.323.391 γυναίκες. Προκύπτει εποµένως µείωση της τάξης του 0,5%, σε σχέση µε τον αντίστοιχο πληθυσµό της 1ης Ιανουαρίου 2022 που ήταν 10.461.627 άτοµα. Αποτέλεσµα της φυσικής µείωσης του πληθυσµού, που ανήλθε σε 64.000 άτοµα (75.921 γεννήσεις έναντι 139.921 θανάτων ατόµων που διαµένουν εντός της χώρας) και της καθαρής µετανάστευσης που εκτιµάται σε 16.355 άτοµα (θετικό ισοζύγιο).

Σύµφωνα µε την ΕΛ.ΣΤΑΤ., το 2023 ο πληθυσµός ηλικίας 0-14 ετών ανήλθε σε 13,4% του συνολικού πληθυσµού, έναντι 63,7% του πληθυσµού 15-64 ετών και 22,9% 65 ετών και άνω, και ο δείκτης γήρανσης (πληθυσµός ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσµό ηλικίας 0-14 ετών) ανήλθε σε 171,8. Κατά το ίδιο διάστηµα, η καθαρή µετανάστευση εκτιµάται σε 16.355 άτοµα, που αντιστοιχεί στη διαφορά µεταξύ 96.662 εισερχόµενων και 80.307 εξερχόµενων µεταναστών. Μεγαλύτερη ωστόσο ανησυχία προσδίδει η συνολικότερη εικόνα των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ., καθώς από το 1950 έως και σήµερα παρατηρείται µια σταθερή µείωση των γεννήσεων. Από το 1951 έως και το 1960 καταγράφηκαν 1,542 εκατ. γεννήσεις και 579.000 θάνατοι, ενώ από το 1961 έως το 1970 οι αριθµοί ανήλθαν σε 1,532 εκατ. και 693.000 αντίστοιχα. Το διάστηµα 1971-1980 είχαµε 1,439 εκατ. γεννήσεις και 801.000 θανάτους και από το 1981 έως και το 1990 είχαµε 1,183 εκατ. γεννήσεις και 907.000 θανάτους. Και η αρνητική αυτή πορεία εξακολουθεί και τις επόµενες δεκαετίες, καθώς το 1991-2000 καταγράφονται 1,017 εκατ. γεννήσεις και 995.000 θάνατοι και το 2001-2010 είχαµε 1,095 εκατ. γεννήσεις και 1,057 εκατ. θανάτους. Τη δεκαετία 2011-2020 δε -εκτός από τη µείωση γεννήσεων- έχουµε και αρνητική αναλογία, αφού καταγράφηκαν 920.000 γεννήσεις και 1,188 εκατ. θανάτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία και της τελευταίας τριετίας (2021-2023), κατά την οποία είχαµε 237.921 γεννήσεις και 424.921 θανάτους.

∆ύο εκδοχές

Η σταθεροποίηση των γεννήσεων δε, όπως εκτιµούν οι ερευνητές του προγράµµατος «∆ηµογραφικά Προτάγµατα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» που υλοποιείται στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, είναι αδύνατη. Και αυτό, διότι εκτιµούν ότι το πλήθος των ατόµων σε αναπαραγωγική ηλικία θα συνεχίσει να µειώνεται µέχρι το 2050 και, ακόµα και αν επιβραδυνθεί η τάση απόκτησης ολοένα και λιγότερων παιδιών στις νεότερες γενιές και στη συνέχεια αντιστραφεί, θα πρέπει οι γενιές αυτές να αυξήσουν σηµαντικά το αριθµό των παιδιών τους και, στη συνέχεια, να τον σταθεροποιήσουν σε υψηλά επίπεδα, επιβραδύνοντας ταυτόχρονα την τάση αύξησης της µέσης ηλικίας στην απόκτησή τους.

Σε ένα αισιόδοξο σενάριο -που προϋποθέτει όλα τα παραπάνω- οι γεννήσεις της εποµένης 27ετίας, παρ’ όλες τις διακυµάνσεις τους, δεν αναµένεται να υπερβούν τις 85.000 ετησίως κατά µέσον όρο, ήτοι τα 2,3 εκατ. συνολικά το 2024-2050, µε αποτέλεσµα το φυσικό ισοζύγιο την περίοδο αυτή να είναι αρνητικό κατά 1,15 εκατ. Σε αντίθετη περίπτωση (αργή και περιορισµένη αύξηση της γονιµότητας και µικρή επιβράδυνση της µέσης ηλικίας στην απόκτηση παιδιών) οι γεννήσεις θα υπερβούν µόλις τα 2,0 εκατ. (75 χιλιάδες ετησίως κατά µέσον όρο) και το φυσικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικό κατά 1,4 εκατ. Οι ερευνητές εποµένως καταλήγουν στο ότι από το µεταναστευτικό ισοζύγιο θα καθοριστεί σε µεγάλο βαθµό το εύρος της µη αναστρέψιµης µέχρι το 2050 µείωσης του πληθυσµού, µιας µείωσης που θα προκύψει από την πολύ ταχύτερη συρρίκνωση των µικρών και µεσαίων ηλικιών σε σχέση µε την αύξηση των 65 ετών και άνω. Σηµειώνουν δε ότι οι 65 ετών αναµένεται να αυξηθούν κατά 700.000 µε 750.000 σε σχέση µε σήµερα (αριθµός που µπορεί να εκτιµηθεί µε σχετική ακρίβεια, καθώς αφενός αφορά άτοµα που είναι ήδη εν ζωή και αφετέρου επηρεάζεται ελάχιστα από τη µετανάστευση) και -ακόµη και αν οι πιθανότητες θανάτου µειωθούν- αναµένεται να ανέλθουν ετησίως κατά µέσον όρο στις 128.000 τα επόµενα 27 έτη (3,46 εκατοµµύρια συνολικά έως το 2050).

Επιπτώσεις

Πέρα όµως από το κοινωνικό αποτύπωµά του, το ∆ηµογραφικό φαίνεται πως µπορεί να επηρεάσει σηµαντικά και την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας και αποτελεί µεγάλη πρόκληση για το µέλλον. Ερευνητές οικονοµολόγοι της Eurobank, σε πρόσφατη ανάλυσή τους, επισηµαίνουν -µεταξύ άλλων- ότι η τρέχουσα µείωση του πληθυσµού ασκεί αρνητικές επιδράσεις στο ΑΕΠ καθότι συρρικνώνονται οι διαθέσιµοι πόροι του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας.

«Μακροχρόνια η επίδοση της Ελλάδας στο πεδίο της οικονοµίας (και όχι µόνο) αντιµετωπίζει σηµαντικούς περιορισµούς από το τρέχον δηµογραφικό πρόβληµα (υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσµού) το οποίο ασκεί αρνητικές επιδράσεις στον δυνητικό ρυθµό µεγέθυνσης. Ο ρυθµός µεταβολής της απασχόλησης έλκεται από τον ρυθµό µεταβολής του πληθυσµού και µακροχρόνια ισούται µε αυτόν» αναφέρει ο Στυλιανός Γ. Γώγος, οικονοµολόγος-αναλυτής, προσθέτοντας ότι «απαιτείται σήµερα να εφαρµοστούν οι κατάλληλες πολιτικές (π.χ. κίνητρα για την αύξηση του ρυθµού των γεννήσεων) έτσι ώστε το πρόβληµα να αµβλυνθεί στο µέλλον». «Τέλος, όταν εξαντληθούν οι θετικές επιδράσεις στον πραγµατικό ρυθµό µεγέθυνσης από την αύξηση της συµµετοχής του πληθυσµού στο εργατικό δυναµικό και από τη µείωση του ποσοστού ανεργίας, ο µόνος παράγοντας που δύναται να αντισταθµίσει τις οικονοµικές επιπτώσεις του τρέχοντος δηµογραφικού προβλήµατος είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας», σηµειώνει επίσης ο κ. Γώγος, στο δελτίο «7 Ηµέρες Οικονοµία», που δηµοσιεύτηκε από το τραπεζικό ίδρυµα π ριν από λίγο καιρό.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής