Ο Βασίλης Κεσογλίδης -αυτό ήταν το πραγµατικό όνοµα του Βασίλη Καρρά-, ο οποίος γεννήθηκε στις 12 Νοεµβρίου του 1953 στο χωριό Κοκκινοχώρι του Νοµού Καβάλας, είχε δύο αδέλφια, τον ∆αµιανό και την Αναστασία. Οι παππούδες του και οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο, αγρότες στις καπνοκαλλιέργειες της περιοχής. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Οταν ήταν 10 ετών η οικογένειά του αποφάσισε να µετακοµίσει στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Το σπίτι που έµεναν στη Σταυρούπολη πληµµύριζε µε νερά που ξεχείλιζαν από τον ∆ενδροπόταµο.

Οι γονείς του, άνθρωποι της βιοπάλης: ο πατέρας του δούλευε στην οικοδοµή, ενώ η µητέρα του ήταν καθαρίστρια. Ο Βασίλης ως παιδί ξεχώριζε από τα αδέλφια του. Η µεγάλη του αγάπη ήταν το τραγούδι, το οποίο από µικρή ηλικία αγαπούσε όσο τίποτα άλλο. Ονειρευόταν τον εαυτό του τραγουδιστή πάνω σε ένα λαϊκό πάλκο. Στην ηλικία των 16 ετών εµφανίζεται πρώτη φορά στο νυχτερινό κέντρο «Πρόσφυγας», στη συνοικία του Ευόσµου. Η τύχη τού έπαιξε άσχηµο παιχνίδι, καθώς ο πατέρας του πέθανε ένα χρόνο αργότερα, οπότε αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη για να τα βγάλει πέρα η οικογένειά του. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και ως παιδί είχε ζόρικα χρόνια. Χρειαζόταν να δουλεύει ακατάπαυστα. Με το σχολείο δεν είχε καλή σχέση, δεν του το «επέτρεπε» και η ζωή, αφού έπρεπε να δουλέψει για να έρθει φαγητό στο σπίτι. ∆ούλεψε ως πλανόδιος κουλουρτζής, στον φούρνο της γειτονιάς, λαχειοπώλης, αλλά και σε άλλες πολλές δουλειές του ποδαριού, για να βγαίνει το µεροκάµατο. Η µεγάλη του αγάπη, µετά το τραγούδι, ήταν τα αυτοκίνητα κι έτσι εργάστηκε ως µηχανικός αυτοκινήτων.

Δούλεψε και στο µηχανοστάσιο του ΟΣΕ, στη Θεσσαλονίκη. Σε ηλικία 18 χρόνων, πηγαίνοντας να διασκεδάσει µε την παρέα του σε µια ντισκοτέκ, γνωρίζει τη γυναίκα του. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος, ενώ οι δυο τους δεν χώρισαν ποτέ από τη στιγµή εκείνη. Ο Βασίλης Καρράς παντρεύτηκε σε ηλικία 20 χρόνων, ενώ χαρακτηριστικά είχε δηλώσει: «Εγώ παντρεµένος γεννήθηκα. Στα 18 µου γνώρισα τη γυναίκα µου και στα 20 την παντρεύτηκα. ‘‘Γυναίκα’’ τη λέω, έτσι φώναζε και ο πατέρας µου τη µάνα µου. Στην οικογένεια κρατάµε τις παραδόσεις. Πάντως το όνοµά της είναι Χριστίνα και εκνευρίζεται πολύ όταν µουρµουρίζει και δεν της απαντάω... Εχουµε και µια κόρη». Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη µέχρι να κατακτήσει το όνειρό του ήταν πολύ δύσκολα. Το πρωί δούλευε στο συνεργείο, ενώ το βράδυ τραγουδούσε σε µικρά µαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια.

«Παράγκες και παλάτια»

Το 1979 µε κόπο και βάσανα καταφέρνει να κάνει τον πρώτο του δίσκο σε βινύλιο µε τίτλο: «Παράγκες και παλάτια», µε µια µικρή δισκογραφική εταιρεία της Θεσσαλονίκης, τη «Vasipap». Οι πωλήσεις ελάχιστες, αλλά το όνειρό του άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Μέχρι το 1993 είχε κυκλοφορήσει 16 δίσκους µε αγώνα και πείσµα. Η πορεία στην επιτυχία ήταν αγώνας δρόµου για τον Βασίλη Καρρά. Από το 1979 έως το 1993 κατάφερε να γίνει γνωστός στη Θεσσαλονίκη. Τα µικρά µαγαζιά όπου εµφανιζόταν είχαν δώσει τη θέση τους σε µεγαλύτερα και ο ίδιος είχε γίνει ευρέως γνωστός στη συµπρωτεύουσα.

Μέχρι εκείνη τη στιγµή, όσες φορές είχε προσπαθήσει να έρθει στην Αθήνα για να δουλέψει στις νυχτερινές πίστες έπεφτε στο κενό. Κανείς δεν είχε τη διάθεση τότε να συνεργαστεί µαζί του, γιατί ήταν πολύ... λαϊκός. Ο σπουδαίος καλλιτέχνης, σε ηλικία 37 χρόνων, κατάφερε να πραγµατοποιήσει αυτό που για τόσα χρόνια είχε προσπαθήσει: να τραγουδήσει στην πρωτεύουσα. Ηρθε στην Αθήνα το 1993, φέρνοντας µαζί του το τραγούδι «Νύχτα ξελογιάστρα», αλλά και όλες τις µεγάλες επιτυχίες του, που γνώριζαν άπαντες στη Θεσσαλονίκη, ενώ στην Αθήνα δεν τις ήξερε κανείς, αφού δεν παίζονταν στα ραδιόφωνα. Ετσι έγινε γνωστός µε τραγούδια που είχαν κυκλοφορήσει αρκετά χρόνια παλαιότερα. Η εξέλιξη της πορείας του ήταν κατακόρυφη. Η µια πρόταση διαδεχόταν την άλλη, µε το νυχτοκάµατο να αυξάνεται σταδιακά και να φτάνει σε ένα από τα µεγαλύτερα που µπορούσε να πάρει ένας καλλιτέχνης.

«Το δεξί του χέρι»

Στο πλευρό του πάντα ο αδελφός του ∆αµιανός, που ήταν και «το δεξί του χέρι». Ανθρωπος της εµπιστοσύνης του, καθώς γνώριζε τα πάντα. ∆ίπλα του σε κάθε στιγµή, σε χαρά και σε λύπη, σε επιτυχία και σε αποτυχία. Ο ∆αµιανός Κεσογλίδης ήταν ο άνθρωπος τον οποίο εµπιστευόταν ο Βασίλης Καρράς περισσότερο από κάθε άλλον σε όλα τα θέµατα. Σ’ εκείνον εµπιστευόταν τα πάντα µε ασφάλεια. Μαζί του ήταν συνέχεια σε κάθε συνεργασία του, στα νυχτερινά κέντρα όπου εµφανιζόταν. Ενα µεγάλο χρονικό διάστηµα ο αδελφός του ήταν εκείνος που έκανε ακόµα και τον οδηγό του, προκειµένου να βοηθάει στο δύσκολο πρόγραµµα τον Βασίλη Καρρά, ιδιαίτερα στην αρχή, όταν πλέον δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα και οι απαιτήσεις ήταν µεγαλύτερες.

Οταν κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, ήταν µόνος µαζί µε τον αδελφό του, δεν είχε µαζί τη σύζυγό του, γιατί ήθελε να δει αρχικά πώς θα ήταν η πορεία του εδώ. Στην αρχή έµενε σε ξενοδοχείο, µαζί µε τον αδελφό του, αλλά στην πορεία αναζήτησε ένα µικρό σπίτι για να µένει όταν η δουλειά απαιτούσε να βρίσκεται στην Αθήνα. Πάντα δήλωνε µόνιµη κατοικία του τη Θεσσαλονίκη. Οταν ξεκίνησε η προβολή του στα Μέσα, ο σπουδαίος καλλιτέχνης φρόντισε να κρατάει την οικογένειά του µακριά από τα φώτα της δηµοσιότητας. Αν και µε τη σύζυγό του υπήρξε παντρεµένος 45 ολόκληρα χρόνια και ήταν πάντα στο πλευρό του, δεν είδε ποτέ τα φώτα της δηµοσιότητας η προσωπική τους ζωή. Η κόρη τους, η Ειρήνη, παντρεύτηκε και τότε ο τραγουδιστής είχε εµφανιστεί ιδιαίτερα συγκινηµένος. Ο Βασίλης Καρράς «µιλούσε» µέσα από τη δουλειά του και τα τραγούδια του. ∆εν ήθελε να υπάρχει ανάµιξη της οικογένειάς του στην επαγγελµατική του ζωή. Φρόντιζε σε ό,τι έκανε να µην πέφτει το φως της δηµοσιότητας, όπως και µε το φιλανθρωπικό του έργο.

Με τη δική του βοήθεια έγιναν έργα ανάπλασης, κράσπεδα, χώροι αναψυχής στο χωριό του. Κάθε φορά ρωτούσε τους συγχωριανούς του στο Κοκκινοχώρι ποιες ήταν οι ανάγκες του τόπου του, κι αµέσως µετά τις ικανοποιούσε µε τις δωρεές του. Βοηθούσε ανώνυµα πολλούς, κυρίως παιδιά, έστελνε κόσµο µέσα στα νοσοκοµεία και πλήρωνε εκείνος. Λίγοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν πόσους είχε στηρίξει ανώνυµα ο Βασίλης Καρράς. Στο χωριό του είχε δηµιουργήσει µια φάρµα, στις πλαγιές του Παγγαίου, όπου καλλιεργούσε τα δικά του προϊόντα. Στη φάρµα αυτή είχε δώσει το όνοµα της κόρης του Ειρήνης. Ηταν ό,τι αγαπούσε περισσότερο, λάτρευε το µέρος αυτό κι εκεί γαλήνευε η ψυχή του. Ο Βασίλης Καρράς δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε. Ποτέ δεν άφησε τους φίλους και τους συγχωριανούς του. Κατάφερε να έχει όχι θαυµαστές, αλλά οπαδούς.

Ο ΠΑΟΚ

Μεγάλη του αγάπη ο ΠΑΟΚ, φανατικός, υποστήριζε την οµάδα του και πάντα έβρισκε χρόνο να πηγαίνει στο γήπεδο, να βρίσκεται δίπλα της και να την υποστηρίζει. Μάλιστα δεν δίσταζε ακόµα και να λογοφέρνει σε περίπτωση που κάποιος µιλούσε αρνητικά γι’ αυτήν. Ηταν πάντα αυθεντικός, χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι ώρες που έβλεπε ποδόσφαιρο ήταν ιερές. Ο ίδιος είχε µιλήσει πολλές φορές για τα πάθη του: για το αλκοόλ και το τσιγάρο. Μάλιστα είχε αναφέρει: «Ο καηµός της γυναίκας µου είναι πως ενώ πίνω, δεν µε είχε δει ποτέ σουρωµένο», ενώ είχε δηλώσει: «Περίπου στα είκοσι δοκίµασα το τσιγάρο και δεν µου άρεσε, κι έµαθα αυτό το ρηµάδι (αλκοόλ) και µε συγκλόνισε. Εφτασα σε περίοδο που έπινα παραπάνω από όσο έπρεπε».

Στο αυτοκίνητό του είχε πάντα, µέσα στο πορτµπαγκάζ, ένα κιβώτιο µε το αγαπηµένο του ουίσκι. Σε όποιο κέντρο κι αν πήγαινε, ο µετρ έβγαινε έξω και έπαιρνε από το κιβώτιο µια φιάλη και την πήγαινε στο τραπέζι του µε την παρέα του. Αν τελείωνε, ο Βασίλης Καρράς έλεγε στον µετρ να πάει να φέρει ένα µπουκάλι από το «απόθεµα», έτσι το αποκαλούσε... Η µεγάλη του επιθυµία ήταν η κόρη του να κάνει ένα παιδάκι, να γίνει παππούς, κάτι που δυστυχώς δεν κατάφερε να εκπληρωθεί, αφού ο µεγάλος λαϊκός τραγουδιστής «έφυγε» σκορπίζοντας πόνο και θλίψη σε χιλιάδες κόσµο...

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής